εὐκάματος
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
English (LSJ)
[κᾰ], ον, A of easy labour, easy, κάματος E.Ba.66 (lyr.). 2 εὐ. στέφανοι crowns won by noble toils, APl.4.335. 3 easily enduring fatigue, Philostr. Gym.42. 4 laborious, ἄγρη Nonn.D.5.483; caused by toil, ἱδρῶτες Id.25.28.
German (Pape)
[Seite 1073] κάματος, gute leichte Arbeit, Eur. Bacch. 66; ἔργα, gute Thaten, Epigr. (I, 10); στέφανοι, durch gute Anstrengung erworben, Epigr. in athl. stat. 1 (Plan. 335), u. öfter bei sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aisé, d'un travail facile.
Étymologie: εὖ, κάματος.
Russian (Dvoretsky)
εὐκάμᾰτος:
1 легкий, приятный (κάματος Eur., Plut.);
2 блистательный, славный (ἔργα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκάμᾰτος: -ον, εὔκολος, κόπος, εὔκολος, πόνον ἡδὺν κάματόν τ’ εὐκάματον Εὐρ. Βάκχ. 66· εὐκ. ἔργα, καλῶς εἰργασμένα ἔργα, Ἀνθ. Π. 1. 10· εὐκ. στέφανος, στέφανος κτηθεὶς δι’ εὐγενῶν ἀγώνων, Ἀνθ. Πλαν. 4. 335.
Greek Monolingual
εὐκάματος, -ον (ΑΜ)
αρχ.-μσν.
1. ο κατασκευασμένος με κόπο
2. φιλόπονος, εργατικός, δραστήριος
αρχ.
1. αυτός που απαιτεί λίγο κόπο, ο εύκολος
2. αυτός που υπομένει τους κόπους εύκολα
3. φρ. «εὐκάματοι στέφανοι» — οι στέφανοι που κερδίζονται με ευγενείς αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κάματος «κόπος, αγώνας»].
Greek Monotonic
εὐκάμᾰτος: -ον, αυτός που αποκτιέται με εύκολο τρόπο, εύκολος, σε Ευρ.· εὐκ. ἔργα, καλοδουλεμένα έργα, σε Ανθ.· εὐκ. στέφανος, στεφάνι που αποκτήθηκε με ευγενή μόχθο, αγώνα, στον ίδ.
Middle Liddell
εὐ-κάμᾰτος, ον
of easy labour, easy, Eur.; εὐκ. ἔργα well-wrought works, Anth.; εὐκ. στέφανος a crown won by noble toils, Anth.