ἔνωμος
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ον, rather raw, κρέας Archestr.Fr.57.5 (Comp.); μόρα Diph.Siph. ap. Ath.2.51f; of bread, under-baked, Hp.VM14; not too much cooked, Id.Mul.2.211 (Comp.); of fruit, rather crude, unripe, Dsc.1.115, cf. Gp.8.20 (Comp.), Ruf. ap. Orib.45.11.2; of swellings, hardish, opp. χαῦνος, Hp.Aph.5.67.
Spanish (DGE)
-ον
1 crudo de alimentos no cocinados κράμβη ἐσθιομένη ἔ. Dsc.Eup.2.1, cf. 9.2
•neutr. subst. τὰ ἔ. alimentos crudos Hp.Vict.2.56
•de alimentos asados, cocidos o hervidos ligeramente crudo ἄρτος Hp.VM 14, κρᾶμα ἑψεῖν, ἐνωμότερον διδόναι ῥοφέειν Hp.Mul.2.211, κρέας ὀπτὸν ... μικρὸν ἐνωμότερον Archestr.SHell.188.5, cf. Gal.12.634.
2 de frutos que no ha madurado, sin madurar, verde ὁ καρπὸς (τῆς κυδωνίας) ἔ. Dsc.1.115, μόρον Xenoph.Med.2, cf. Diph.Siph. en Ath.51f, Hippiatr.85.3, ῥοιαί Gp.8.20, ἰσχάδια PKell.G.96.1505 (IV d.C.)
•medic., de abscesos y humores nocivos espeso τὰ χαῦνα, χρηστά, τὰ ἔνωμα, κακά Hp.Aph.5.67.
German (Pape)
[Seite 860] etwas roh, unreif; καρπός Diosc., Hippocr.; κρέας Archestr. Ath. IX, 399 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνωμος: -ον, κἄπως ὠμός, κρέας Ἀρχέστρ. παρ᾿ Ἀθην. 399Ε ἐν τῷ συγκρ.· ἐπὶ ἄρτου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· ἐπὶ καρποῦ, ἄωρος, οὐχὶ ἐντελῶς ὥριμος, Διοσκ. 1. 159· ἐπὶ οἰδημάτων, ὁπωσοῦν σκληρός, ἀντίθ. τῷ χαῦνος, Ἱππ. Ἀφ. 1256.
Greek Monolingual
ἔνωμος, -ον (AM)
(για καρπό) άγουρος, αγίνωτος
αρχ.
1. ο λίγο ωμός
2. (για ψωμί) μισοψημένος
3. (για οίδημα) κάπως σκληρός, υπόσκληρος.