διάδηλος
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
ον, also η, ον Arist.HA613b1:—distinguishable among others, Th.4.68, Pl.R.474b, Plb.6.22.3; δ. παρὰ τοὺς ἄλλους D.H.1.72; of a person, distinguished, OGI504.9 (Aezani): c. part., δ. εἶναι εὐτακτῶν X.Mem.4.4.1: c. dat., δ. τῇσι μελεδώνῃσι Aret.SD2.4.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ζάδηλος Alc.208a.7, hiperdor. διάδαλος Dialex.1.11
• Morfología: [fem. -η Arist.HA 613b1]
1 de concr. y pers. distinguible, claramente reconocible, fácil de identificar por los sentidos, esp. la vista αὐτοὶ δὲ διάδηλοι ἔμελλον ἔσεσθαι Th.4.68, (τὰς θηλείας) διαδήλας εἶναι τῷ ἔχειν τὰ περὶ τὰ χείλη σκληρά Arist.l.c., διὰ τὸ μὴ σφόδρα διαδήλους εἶναι τὰς ὀσμάς Arist.de An.421a31, περὶ δὲ τῆς λειότητος ... οὐ γὰρ ἄλλως διάδηλον γίνεται Hp.Mul.1.21, cf. Genit.6, τῶν μὲν ἀρσένων σφόδρα διάδηλα γίνεται πάντα en los varones todas las partes (del feto) son muy reconocibles, Hp.Oct.1.10, cf. SEG 9.72.106 (Cirene IV a.C.), ἢν δὲ συμπεφύκῃ τῇ κύστει λίθος, δ. μὲν τῇσι μελεδόσι Aret.SD 2.4.3.
2 de abstr. claro, manifiesto, evidente ἔχει τινὰ ἕξιν τῆς ψυχῆς, ἣ δ. ἐκ τῆς ἀκοσμίας τοῦ τρόπου γίγνεται Aeschin.1.189, καὶ πρὸς θεοὺς καὶ πρὸς ἀνθρώπους διάδηλον ἔσχηκε τὴν φιλοτιμίαν la generosidad que ha tenido para con los dioses y los hombres ha sido manifiesta, IClaros 1.M.3.5 (II a.C.), cf. FD 1.480.13 (I a.C.), ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν τῆς γῆς ἀγώνων δ. ἡ ἀρετὴ γίνεται D.S.20.51, cf. 16.86, ὅπως δὲ ᾖ δ. ἁ δεδομένα ὑπ' αὐτῶν τᾷ πόλει χάρις SEG 23.207.38 (Mesene I a.C.)
•en constr. pers., c. part. pred. ὥστε δ. εἶναι παρὰ τοὺς ἄλλους εὐτακτῶν hasta el punto de que destacaba sobre los demás en disciplina X.Mem.4.4.1, ἵνα τοῖς ... ἡγεμόσι, προκινδυνεύοντες ἐρρωμένως καὶ μή, διάδηλοι γίνωνται Plb.6.22.3, c. or. complet. c. ὅτι: μηδενὶ πλὴν μόνῳ τῷ ἀναπνεῖν ὅτι ζῇ διάδηλον οὖσαν Arist.Fr.43, cf. LXX Ge.41.21.
3 de pers. famoso, renombrado en buen o mal sent., c. dat. de causa διάδηλοι ταῖς κακίαις γενόμενοι de los de Sodoma, LXX 3Ma.2.5, c. prep. ἐπὶ τῇ παιδείᾳ ... διάδηλον ἑαυτὸν πεποιηκέναι OGI 504.9 (Ezanos II d.C.)
•conocido, identificado ἵνα, διαδήλων γενομένων, δύνηταί τις ἀμύνεσθαι Pl.R.474b.
4 prob. que deja ver a través por agujeros o transparencias λαῖφος Alc.l.c., pero v. s.u. ζάδηλος.
II adv. -ως a las claras, claramente τοῦτο ποιήσασθαι Eus.Theoph.7.13, cf. Eust.367.43, Sch.Er.Il.2.860.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
visible ou reconnaissable entre tous.
Étymologie: διά, δῆλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διά-δηλος -ον goed zichtbaar; pers. constr. met ptc.: ὥστε διάδηλος εἶναι παρὰ τοὺς ἄλλους εὐτακτῶν zodat hij vergeleken bij de anderen opviel in discipline Xen. Mem. 4.4.1.
German (Pape)
femin. διαδήλη Arist. H.A. 9.7, sehr deutlich, einleuchtend; Thuc. 4.68 Plat. Rep. V.474b und Folgde; ὥς τε διάδηλος εἶναι εὐτακτῶν Xen. Mem. 4.4.1.
Russian (Dvoretsky)
διάδηλος: и
1 ясно видный, хорошо заметный, явственно ощутимый: ψόφος δ. πρὸς τὴν ἐναντίαν σιγήν Arst. звук, ясно слышимый в тишине;
2 ясно различимый Thuc., Plat.: οὐθὲν δ. ὁ πλούσιος καὶ ὁ πένης Arst. (по природным признакам) нельзя отличить богача от бедняка; ἵνα τοῖς ἡγεμόσι διάδηλοι γίνωνται Polyb. чтобы можно было (солдат) отличать от командиров.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάδηλος, -ον) δήλος
ολοφάνερος, πασίδηλος.
Greek Monotonic
διάδηλος: -ον, ολοφάνερος μεταξύ άλλων, διακριτός ανάμεσα σε άλλους, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διάδηλος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 7, 10· ― πάνυ δῆλος, φανερώτατος (ὁλοφάνερος), Θουκ. 4. 68, Πλάτ. Πολ. 474Β, κτλ.
Middle Liddell
διά-δηλος, ον
distinguishable among others, Thuc.