παρασπίζω
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
bear a shield beside, i.e. fight beside, stand by, ἅρμασιν E.Ion 1528; τινι D.H.3.19: abs., E.Ph.1435: metaph., [τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι Id.HF1099: Arith., of numbers, place beside or on the flanks, Iamb. in Nic.p.40 P. (Act. and Pass.).
German (Pape)
[Seite 499] daneben, dabei, mit dem Schilde in der Hand stehen u. fechten, τινί, Eur. Ion 1528; Plut. Pelop. 18; D. Hal. 3, 19 u. a. Sp. – Uebh. Gefährte sein, ἀδελφὴ ἡ παρασπίζουσ' ὁμοῦ, Eur. Phoen. 1444, vgl. Herc. Fur. 1099.
French (Bailly abrégé)
tenir son bouclier près de, d'où
1 défendre, protéger, τινι;
2 p. ext. être compagnon ou compagne de, τινι.
Étymologie: παρά, ἀσπίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ασπίζω (als schildknaap) bijstaan, met dat.; overdr.. τόξα... ἃ πρὶν παρασπίζοντ’ ἐμοῖς βραχίοσιν de boog, die mijn armen vroeger bijstond Eur. HF 1099.
Russian (Dvoretsky)
παρασπίζω:
1 стоять рядом со щитом, т. е. защищать, помогать в бою (τινί Eur., Plut.);
2 быть помощником, спутником (ἀδελφὴ ἡ παρασπίζουσα Eur.).
Greek Monolingual
Α
1. φέρω την ασπίδα μου κοντά σε κάποιον
2. μάχομαι κοντά σε κάποιον, στέκομαι κοντά του κατά την μάχη
3. μτφ. («[τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι», Ευρ.)
4. (σχετικά με αριθμούς) τοποθετώ ανάμεσα ή στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. υπασπίζω)].
Greek Monotonic
παρασπίζω: μέλ. -σω, φέρω ασπίδα στο πλάι, δηλ. μάχομαι πλησίον, στέκομαι δίπλα, σε Ευρ.· μεταφ., (τόξα) παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρασπίζω: φέρω ἀσπίδα πλησίον τινός, δηλ. μάχομαι παρά τινι, ἵσταμαι πλησίον τινὸς ἐν τῇ μάχῃ, Εὐρ. Ἴων 1528, Φοίν. 1435, Διον. Ἁλ. 3. 19· - μεταφορικ., [τόξα] παρασπίζοντ’ ἐμοῖς βραχίοσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1990.
Middle Liddell
fut. σω
to bear a shield beside, i. e. to fight beside, stand by, Eur.:—metaph., [τόξα] παρασπίζοντ' ἐμοῖς βραχίοσι Eur.