κάτοικος

From LSJ
Revision as of 11:45, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοικος Medium diacritics: κάτοικος Low diacritics: κάτοικος Capitals: ΚΑΤΟΙΚΟΣ
Transliteration A: kátoikos Transliteration B: katoikos Transliteration C: katoikos Beta Code: ka/toikos

English (LSJ)

ὁ, inhabitant, Arist.Oec.1352a33, Plb.5.65.10, al.; especially of military colonists, οἱ ἐν Μαγνησίᾳ κ. OGI229.71 (Smyrna, iii B.C.); in Egypt, PTeb.30.7 (ii B.C.), etc.; κ. is f.l. for κάτοικτος in A.Ag. 1286.

German (Pape)

[Seite 1403] bewohnend, ὁ κ., der Bewohner; Aesch. Ag. 1259, l. d., vielleicht in κάτοκνος zu ändern; Arist. Oec. 2, 33; Pol. 5, 65, 10 u. Sp., wie D. Hal. 1, 82.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
habitant, habitante.
Étymologie: κατά, οἶκος.

Russian (Dvoretsky)

κάτοικος:житель, обитатель Arst., Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοικος: ὁ, ὁ κατοικῶν, ὁ διαμένων ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34, 3, Πολύβ. 5. 65, 10, κ. ἀλλ.· πρὸς τοὺς ἐν Μαγνησίᾳ κ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3454. 1. 14, κ. ἀλλ., ἴδε Böckh. σ. 669·― ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1285, ὁ Ahrens προτείνει τὴν γραφήν, μέτοικος, ἕπεται δ’ αὐτῷ καὶ ὁ Ἕρμανν., ὁ δὲ Σκαλίγ. κάτοικτος.

Greek Monolingual

ο, η (ΑΜ κάτοικος)
αυτός που έχει την κατοικία του σ' έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.)
αρχ.
(το αρσ. πληθ.) οἱ κάτοικοι
στρατιωτικοί άποικοι που παρέμεναν σε αυτοτελείς συνοικισμούς σε μεθοριακά σημεία με σκοπό την απόκρουση επιθέσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οικος (< οἶκος), πρβλ. ένοικος, μέτοικος].

Greek Monotonic

κάτοικος: ὁ, αυτός που διαμένει σ' έναν τόπο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κάτ-οικος,
a settler, Aesch.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό κατά + οἶκος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.