ἀναίμακτος

From LSJ
Revision as of 18:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίμακτος Medium diacritics: ἀναίμακτος Low diacritics: αναίμακτος Capitals: ΑΝΑΙΜΑΚΤΟΣ
Transliteration A: anaímaktos Transliteration B: anaimaktos Transliteration C: anaimaktos Beta Code: a)nai/maktos

English (LSJ)

ον, bloodless, unstained with blood, ἀ. φυγαί A.Supp. 196; χρώς E.Ph.264; βωμός Pyth. ap. D.L.8.22; ἀ. κεν ἰαύοις Nic. Th.90; ἀρχή, νίκη, Them.Or.5.66d, 2.37c, cf. Antyll. ap. Orib.44.23 32.

Spanish (DGE)

-ον
1 no ensangrentado, no manchado por la sangre (de un crimen) de pers. χρώς E.Ph.264, χείρ E.Rh.222, ἀναίμακτός εἰμι Luc.Tyr.16, de un ejército δύναμις Plu.2.203c
incruento, donde no hay derramamiento de sangre ἀναίμακτος βωμός altar sin víctimas D.L.8.22, θυσίαι Origenes Cels.8.21, de la eucaristía λατρεία Cyr.H.Catech.23.8
τροφαί Plu.2.660e, τράπεζα Nonn.D.17.62
incruento, logrado sin derramamiento de sangre νίκη Them.Or.2.37c, ἀρχή Them.Or.5.66d, εἰρήνη Nonn.D.14.289.
2 que no produce sangre, sin efusión de sangre del veneno de una serpiente, Androm.17, cf. Nic.Th.90, χιεσμός Antyll. en Orib.44.20.32.
3 fig. no sangriento, no motivado por un crimen φυγαί A.Supp.196, γλήναις δ' ἄγαλμα ταῖς ἀναιμάκτοις μύσει la estatua parpadeará con sus pupilas nunca profanadas por la vista del crimen Lyc.988.

German (Pape)

[Seite 189] blutlos, nicht mit Blut befleckt, φυγή Aesch. Suppl. 193; χείρ Rhes. 222; χρώς Phoen. 270; von Opfern der Ceres, θυσία Plut. Num. 16; θυηλαί Leon. Al. 19 (VI, 324); sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non ensanglanté, non sanglant.
Étymologie: , αἱμάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίμακτος:
1 не обагренный кровью (φυγαί Aesch.; χείρ, χρώς Eur.; ξίφος Plut.; βωμός Diog. L.);
2 бескровный (θυσία Plut.; θυηλαί Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίμᾰκτος: -ον, = ἄναιμος, ὁ μὴ ἔχων αἷμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302, Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 63Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀναίμακτος, -ον)
ο δίχως αίμα, αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα, που δεν κηλιδώθηκε με αίμα
(εκκλ. φρ.) «αναίμακτος βωμός» η χριστιανική εκκλησία
«αναίμακτος θυσία», η Θεία Ευχαριστία
αρχ.
αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἱμακτός < αἱμάσσω.

Greek Monotonic

ἀναίμακτος: -ον (αἱμάσσω), μη στιγματισμένος με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

αἱμάσσω
unstained with blood, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

unstained by blood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)