ἀνδραγαθίζομαι

From LSJ
Revision as of 17:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραγαθίζομαι Medium diacritics: ἀνδραγαθίζομαι Low diacritics: ανδραγαθίζομαι Capitals: ΑΝΔΡΑΓΑΘΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: andragathízomai Transliteration B: andragathizomai Transliteration C: andragathizomai Beta Code: a)ndragaqi/zomai

English (LSJ)

aor. ἀνδραγαθίσασθαι App.BC5.101:—act uprightly, εἴ τις ἀπραγμοσύνη -ίζεται if any one thinks to sit at home and play the honest man, Th.2.63; ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀ. Id.3.40, cf. Arist.VV1250b4.

Spanish (DGE)

1 sent. irón. hacerse el bueno, el virtuoso εἴ τις καὶ τόδε ἐν τῷ παρόντι δεδιὼς ἀπραγμοσύνῃ ἀνδραγαθίζεται Th.2.63, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι Th.3.40, ἀκινδύνως ἀνδραγαθίζεσθαι D.C.60.30.5.
2 portarse como un hombre, obrar rectamente ἔστι δὲ ἀνδρείας καὶ τὸ πονεῖν καὶ καρτερεῖν καὶ [αἱρεῖσθαι] ἀνδραγαθίζεσθαι Arist.VV 1250b4, cf. App.BC 5.101.
3 obrar valerosamente Ph.2.132, 298.

German (Pape)

[Seite 216] sich als braver, guter Mann zeigen, Thuc. 2, 63. 3, 40, ἀπραγμοσύνῃ -ίζεται, er will ohne zu handeln brav sein.

French (Bailly abrégé)

c. ἀνδραγαθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰγᾰθίζομαι: Thuc., Arst. = ἀνδραγαθέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰγᾰθίζομαι: ἀόρ. ἀνδραγαθίσασθαι Ἀππ. Ἐμφ. Πόλ. 5. 101: -ἀποθ.: φέρομαι γενναιοπρεπῶς, ὡς ἁρμόζει εἰς γενναῖον ἄνδρα, εἴ τις ... ἀπραγμοσύνῃ ἀνδραγαθίζεται, εἴ τις ... ὑπὸ ἀπραγμοσύνης ἀνδραγαθίαν ἐπιδείκνυται, Θουκ. 2. 63· ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι ὁ αὐτ. 3. 40· ἔτι δὲ ἀνδρείας ἐστὶ καὶ τὸ πονεῖν καὶ καρτερεῖν καὶ αἱρεῖσθαι ἀνδραγαθίζεσθαι Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακιῶν 4. 4.

Greek Monolingual

ἀνδραγαθίζομαι)
ανδραγαθώ, κάνω ανδραγάθημα
αρχ.
είμαι ή εμφανίζομαι ως γενναίος, παριστάνω το παληκάρι.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰγᾰθίζομαι: (ἀνήρ, ἀγαθός), ενεργώ, πράττω γενναία, με τιμιότητα, ενεργώ ως τίμιος άνδρας, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἀγαθός
Dep. to act bravely, honestly, play the honest man, Thuc.