ὑποκοριστικός
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
ή, όν, diminutive, τὸ ὑποκοριστικόν (sc. ὄνομα) Ath.14.650e, cf. D.T.634.25. Adv. ὑποκοριστικῶς = as a diminutive Str.5.4.12, Ath.7.308f; by a pet name, Plu.2.847e.
German (Pape)
[Seite 1221] ή, όν, schmeichelnd, liebkosend, bes. durch einen gelinderen Namen beschönigend, bemäntelnd; ὄνομα ὑποκοριστικόν, ein Deminutivum, Sp.; u. so ὑποκοριστικῶς ὠνόμασεν αὐτοὺς Φερεκράτης κορακινίδια für κορακίνους, Ath. VII, 308 f.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκοριστικός: -ή, -όν, ὁ διὰ καλοῦ ὀνόματος ἐπικαλύπτων ἢ κολάζων κακόν τι πρᾶγμα, Ἀνώνυμ. ἐν Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 5. 16. 2) ὄνομα ὑπ. πρβλ. Ἀθήν. 650Ε· ― Ἐπίρρ., -κῶς, Πλούτ. 2. 847Ε, Ἀθήν. 308F. Ἴδε Κόντου Προσθήκας ἐν Ἀθηνὰς τόμ. ΙΖ΄, σ. 483.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑποκοριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υποκορισμό, αυτός που δηλώνει υποκορισμό, κολακευτικός, χαῑδευτικός·2. το ουδ. ως ουσ. το υποκοριστικό
(ενν. όνομα) γραμμ. παράγωγο όνομα που δηλώνει υποκορισμό και που χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ή σκωπτικά (α. «πολλά υποκοριστικά κύριων ονομάτων της Νεοελληνικής λήγουν σε -άκης» β. «ῥοίδιον μέντοι ὡς βοίδιον τὸ ὑποκοριστικόν», Αθήν.)
νεοελλ.
γλωσσ. το μορφηματικό ή λεξιλογικό στοιχείο που επιτελεί τη λειτουργία του υποκορισμού καθώς και η ίδια η λέξη που έχει υποστεί τη διεργασία του υποκορισμού.
επίρρ...
υποκοριστικώς / ὑποκοριστικῶς ΝΜΑ, και υποκοριστικά Ν
με υποκορισμό.
Mantoulidis Etymological
(=χαϊδευτικός). Ἀπό τό ρῆμα ὑποκορίζομαι (=φέρνομαι σάν παιδί, φωνάζω κάποιον χαϊδευτικά), πού εἶναι σύνθετο ἀπό τό ὑπό + κορίζομαι (=χαϊδεύω), (κοῦρος, κόρη τοῦ κείρω). Παράγωγα τοῦ ὑποκορίζομαι: ὑποκοριζόντως, ὑποκόρισις, ὑποκόρισμα (=ὄνομα χαϊδευτικό), ὑποκορισμός, ὑποκοριστικῶς.