βωτιάνειρα

From LSJ
Revision as of 20:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωτῐάνειρα Medium diacritics: βωτιάνειρα Low diacritics: βωτιάνειρα Capitals: ΒΩΤΙΑΝΕΙΡΑ
Transliteration A: bōtiáneira Transliteration B: bōtianeira Transliteration C: votianeira Beta Code: bwtia/neira

English (LSJ)

[ᾰν], ἡ, (βόσκω) man-feeding, nurse of heroes, epithet of fruitful countries, Il.1.155; χθών h.Ap.363, Hes.Cat.Oxy.1369 Fr. 1.16. βωτίον· σταμνίον, Hsch.

Spanish (DGE)

-ας
• Grafía: graf. βουτι- Hsch.
• Prosodia: [-ᾰ-]
nodriza de varones epít. de Ftía Il.1.155, Colluth.220, Ἑλλάδι βωτιανείρᾳ Alcm.77, χθών h.Ap.363, h.Ven.265, Hes.Fr.165.16, cf. Lyr.Adesp.337.4S.

German (Pape)

[Seite 469] Männer-, Heldennährerin, Hom. einmal, Iliad. 1, 155 ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βωτιανείρῃ; – χθών H. h. Ap. 363; Ven. 266.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj.
nourrice de héros (la Phthie).
Étymologie: βόσκω, ἀνήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βωτιάνειρα -ης βόσκω, ἀνήρ als adj. (van de aarde) mannen voedend.

Russian (Dvoretsky)

βωτιάνειρα: adj. f питающая мужей, плодородная (Φθίη Hom.; χθών HH).

Frisk Etymological English

βώτωρ etc.
See also: s. βόσκω.

Middle Liddell

βόσκω, ἀνήρ
man-feeding, nurse of heroes, Il.

English (Autenrieth)

nourishing heroes, Il. 1.155†.

Greek Monolingual

βωτιάνειρα, η (Α)
(για χώρα) αυτή που τρέφει άντρες, η λεβεντογέννα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βωτι- (< βόσκω), με εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο- + -άνειρα, θηλ. του ανήρ. Η λ. βωτιάνειρα ανήκει στην κατηγορία των αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν συνήθως ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -τι- ή - (σ) ι- (πρβλ. αλεξίκακος, αερσίλοφος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.). Η λ. αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. dāti-vāra «αυτή που δίνει θησαυρούς»].

Greek Monotonic

βωτῐάνειρα: ἡ (βόσκω, ἀνήρ), αυτή που τρέφει άντρες, τροφός των ηρώων (λέγεται για τις εύφορες χώρες), σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

βωτιάνειρα: ἡ, (βόσκω), ἡ ἄνδρας τρέφουσα, τροφὸς ἡρώων, ἐπίθ. καρποφόρων χωρῶν, οἷον τῆς Φθίας, Ἰλ. Α.155, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 363.

Frisk Etymology German

βωτιάνειρα: βώτωρ usw.
{bōtiáneira}
See also: s. βόσκω.
Page 1,280