ὑδρωπικός
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ή, όν, suffering from dropsy, Hp.Aph.6.27, Arist. Pr. 871b24, Plb.13.2.2, Dsc.1.103, Ev.Luc.14.2, POxy.1088.63 (i A. D.), Sor.2.63: metaph., ναῦς ὑ. AP11.332 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 1174] zum ὕδρωψ gehörig, wassersüchtig; Arist. probl. 3, 5; Pol. 13, 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
hydropique.
Étymologie: ὕδρωψ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρωπικός: страдающий водянкой Arst.: ναῦς ὑδρωπική Anth. корабль с течью.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρωπικός: -ή, -όν, (ὕδρωψ) ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 7· μεταφορ., ναῦς ὑδρ. Ἀνθ. Π. 11. 332. ΙΙ. ὁ ἐξ ὕδρωπος προερχόμενος, οἴδημα, πάθος Ἰατρ. - τὸ ὑδρωπικὸν = ὕδρωψ, Λογγῖν. 3. 4.
English (Strong)
from a compound of ὕδωρ and a derivative of ὀπτάνομαι (as if looking watery); to be "dropsical": have the dropsy.
English (Thayer)
ὑδρωπικη, ὑδρωπικον (ὕδρωψ, the dropsy, i. e. internal water), dropsical, suffering from dropsy: Aristotle), Polybius 13,2, 2; (others).)
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑδρωπικός, -ή, -όν, ΝΑ ὕδρωψ, -ωπος]
1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδρωπικία
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύδρωπα ή και αυτός που προέρχεται από την παραπάνω νόσο (α. «υδρωπικά συμπτώματα» β. «ὑδρωπικαὶ ἐκδηλώσεις», Ορειβ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπικόν
η νόσος ύδρωπας.
Greek Monotonic
ὑδρωπικός: -ή, -όν, υδρωπικός, οιδηματώδης· μεταφ., ναῦς ὑδρωπική, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑδρωπικός, ή, όν
dropsical: metaph., ναῦς ὑδρ. Anth.
Chinese
原文音譯:ØdrwpikÒj 虛得羅-哦披可士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:水濕-觀看
字義溯源:患水腫的,水腫的,水臌的,患水臌的;由(ὕδωρ)=水)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成,其中 (ὕδωρ)出自(ὑετός)=雨水),而 (ὑετός)又出自(ὕψωμα)X*=下雨)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 水臌的(1) 路14:2