κίνυγμα

From LSJ
Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑ́νυγμα Medium diacritics: κίνυγμα Low diacritics: κίνυγμα Capitals: ΚΙΝΥΓΜΑ
Transliteration A: kínygma Transliteration B: kinygma Transliteration C: kinygma Beta Code: ki/nugma

English (LSJ)

[ῑ], ατος, τό, (κινύσσομαι) anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, A.Pr.158 (anap.): misspelt κήνυγμα, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1441] τό, ein beweglicher, schwebender, schwankender Körper; νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, sagt Prometheus von sich, Aesch. Prom. 157, als er an den Fellen geheftet zwischen Himmel u. Erde gleichsam in der Luft schwebt; die Alten erkl. εἴδωλον ἀέριον; v.l. κήνυγμα. Vgl. κινύσσομαι.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
corps suspendu et en mouvement.
Étymologie: κινύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίνυγμα -τος, τό [κινύσσομαι] wat beweegt of bewogen wordt:. αἰθέριον κίνυγμ’ speelbal van de wind Aeschl. PV 158.

Russian (Dvoretsky)

κίνυγμα: ατος (ῑ) τό колеблемая вещь, раскачиваемое тело; αἰθέριον κ. Aesch. игралище ветров (о прикованном к скале Прометее).

Greek Monolingual

κίνυγμα, τὸ (Α) κινύσσομαι
καθετί που είναι μετέωρο, που αιωρείται πέρα δώθε («νῦν δ' αἰθέριον κίνυγμ' ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κίνυγμα: [ῑ], -ατος, τό (κινύσσομαι), οτιδήποτε τριγυρίζει, αἰθέριον κ., λέγεται για τους ανέμους του ουρανού, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κίνυγμα: ῑ, τό, (κινύσσομαι) πρᾶγμα κινούμενον τῇδε κἀκεῖσε, αἰθέριον κ., ὑπὸ τῶν ἀνέμων περιαγόμενον καὶ περιφερόμενον, Αἰσχύλ. Πρ. 157· πρβλ. αἰώρημα. ― κήνυγμα, κηνύσσεσθαι εἶναι ἁπλῶς σφάλματα παρ’ Ἡσυχ. καὶ Φωτ.

Middle Liddell

κῑ́νυγμα, ατος, τό, κινύσσομαι
anything moved about, αἰθέριον κ. a sport for the winds of heaven, Aesch.