ὀψωνιασμός

From LSJ
Revision as of 19:06, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνιασμός Medium diacritics: ὀψωνιασμός Low diacritics: οψωνιασμός Capitals: ΟΨΩΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: opsōniasmós Transliteration B: opsōniasmos Transliteration C: opsoniasmos Beta Code: o)ywniasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A furnishing with provisions, Men.1050. 2 supplies and pay of an army, Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 approvisionnement de vivres;
2 p. ext. solde militaire.
Étymologie: ὀψωνιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀψωνιασμός:
1 снабжение продовольствием Men.;
2 выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνιασμός: ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, ἔνθα γράφεται καὶ ὀψωνισμός. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.

Greek Monolingual

ὀψωνιασμός, ὁ (Α) οψωνιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων
2. οι ζωοτροφές και ο μισθός του στρατεύματος.

Greek Monotonic

ὀψωνιασμός: ὁ, εξοπλισμός με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και μισθοδοσία στρατεύματος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ὀψωνιασμός, οῦ, ὁ, [from ὀψωνιάζω
a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army, Polyb.