τερθρεύομαι
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
use extreme subtlety, Arist. Top.156b38, Plu.2.43a, Gal.UP6.12, dub. cj. by Bgk. in Ar.Fr.198.9, cf. Pherecr.18 (dub.); τ. περί τινος D.61.15.
German (Pape)
[Seite 1093] dep. med., viel seltener act. τερθρεύω, Gaukeleien od. Blendwerk machen, bes. leeres, spitzfindiges Geschwätz führen, schwatzen; μάτην τερθρευώμεθα, Dem. 61, 15; Arist. Top. 8, 1; Plut. de audit. 7, auch = betrügen, VLL.
Russian (Dvoretsky)
τερθρεύομαι: заниматься хитросплетениями, морочить словами Dem., Arph., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τερθρεύομαι: ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης καὶ ἀγυρτίας, Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 17, Πλ. 2. 43Α, ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk. ἐν Ἀριστοφάνους «Δαιταλεῦσι» 16. 9· τ. περί τινος Δημ. 1405. 27· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Αἰλ. π. Ζ. 10. 24.
Greek Monolingual
Α
κάνω χρήση σοφιστικής, σχολαστικής λεπτολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε με μεταφορική σημ. για να δηλώσει την εξονυχιστική, σχολαστική ενασχόληση με ένα θέμα (πρβλ. γερμ. spitzfindig λεπτομερώς, σχολαστικά» < Spitze «άκρη, αιχμή» + finden «βρίσκω» και γαλλ. pointiller «λεπτολογώ» < pointe «αιχμή, άκρη»)].
Greek Monotonic
τερθρεύομαι: αποθ., χρησιμοποιώ τεχνάσματα και απάτες, σε Δημ. (Πιθ. συνηρ. από το τερατεύομαι).
Middle Liddell
τερθρεύομαι,
Dep. to use claptraps, Dem. [Prob. contr. from τερατεύομαι.]
Frisk Etymology German
τερθρεύομαι: {terthreúomai}
Grammar: v.
Meaning: spitzfindig reden (D., Arist., Plu. u.a.)
Derivative: mit τερθρεία f. spitzfindige Rede, Haarspalterei (Isok., Phld., D. H. u.a.), auch als militärischer Fachausdruck = ἡ στρατεία ἡ ἐν τοῖς μέρεσιν καλουμένη (Phot., Suid.; ähnl. EM 753, 5), -εύμασι· φλυαρίαις H., -εύς m. als PN (Hermipp.).
Etymology: Kann (als Denominativum) von τέρθρον oberstes Ende, Spitze schwerlich getrennt werden, obwohl eine semantisch befriedigende Begründung fehlt. Prellwitz erinnert an μετεωρολόγος; man könnte vielleicht auch nhd. spitzfindig, frz. pointiller nörgeln, sich bei Kleinigkeiten aufhalten (pointille, point, -e), poin-tillerie Nörgelei, Haarspalterei zum Vergleich heranziehen. Andere Hypothesen bei Richardson Class Quart. 39, 59ff. (morphologisch nicht überzeugend). — Seit Curtius (mit Heinr. Schmidt), Brugmann Grundr.1 II: 1, 90 (2II: 1, 128) als Reduplikationsbildung von θρέομαι (s. auch τονθορύζω) erklärt; weder formal noch semantisch einwandfrei.
Page 2,879