παντόμιμος

From LSJ
Revision as of 08:20, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντόμῑμος Medium diacritics: παντόμιμος Low diacritics: παντόμιμος Capitals: ΠΑΝΤΟΜΙΜΟΣ
Transliteration A: pantómimos Transliteration B: pantomimos Transliteration C: pantomimos Beta Code: panto/mimos

English (LSJ)

ον, pantomimic, ὀρχηστής Jul.Mis.351d; ὄρχησις Suid.s.h.v.: Subst. π., ὁ, pantomimic actor, Luc.Salt.67.

German (Pape)

[Seite 464] Alles nachahmend, Sp.; bes. der durch Tanz, künstliche Bewegung des Leibes u. Gebehrdenspiel, ohne Worte eine Charakterrolle, oder ein ganzes Stück darstellt, auch die Rede, welche ein Anderer spricht, durch Gebehrden versinnlicht, ein Pantomime; das Wort kam in Italien für das griech. ὀρχηστής zu Augustus' Zeit auf, vgl. Luc. de salt. 66.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pantomime, comédien qui joue au moyen de gestes, sans le secours de la parole.
Étymologie: πᾶν, μιμέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντόμιμος -ον [πᾶς, μῖμος] subst. ὁ παντόμιμος pantomimespeler:. τὸν ὀρχηστὴν παντόμιμον καλοῦσιν ze noemen de danser een pantomimespeler Luc. 45.67.

Russian (Dvoretsky)

παντόμῑμος:пантомим (актер, играющий с помощью одних телодвижений) Luc.

Greek Monolingual

-ο / παντόμιμος, -ον, ΝΑ
το αρσ. ως ουσ. ο παντόμιμος
ηθοποιός που παριστάνει τα νοήματα και την υπόθεση ενός έργου μόνον με τη μιμική και την όρχηση, με κινήσεις του σώματος και με χειρονομίες χωρίς να μιλά, ο ηθοποιός της παντομίμας
αρχ.
1. αυτός που μιμείται τους πάντες ή τα πάντα
2. (στη ρωμ. αυτοκρατ. εποχή) χορευτικό θέαμα κατά το οποίο ένας μόνον υποκριτής αφηγείται με χορευτικές κινήσεις, βήματα, στάσεις και χειρονομίες την υπόθεση μιας ιστορίας με κωμικό ή τραγικό θέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + μῖμος (πρβλ. ανθρωπόμιμος, φωνόμιμος)].

Greek Monotonic

παντόμῑμος: ὁ, ηθοποιός που μιμείται τους άλλους, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παντόμῑμος: ὁ, ὁ τοὺς πάντας μιμούμενος, λέξις ἥτις ἐπεκράτησεν ἐν Ἰταλίᾳ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Αὐγούστου ἀντὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀρχηστής, ὁ παριστάνων ὀρχούμενος πρόσωπόν τι διὰ παντοίων κινήσεων τοῦ σώματος καὶ χειρονομιῶν χωρὶς νὰ προφέρῃ οὐδεμίαν λέξιν, ὑποκριτὴς παντομίμας, Λουκ. π. Ὀρχ. 67, Σουΐδ., κτλ· ὅρα Λεξικ. Ἀρχαιοτ.

Middle Liddell

παντό-μῑμος, ὁ,
a pantomimic actor, Luc.