δάπανος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
[δᾰ], ον, = δαπανηρός, ἐλπίς Th.5.103; ῥᾳθυμία cj. in Longin.44.11: c. gen., Plu.2.624d.
Spanish (DGE)
(δάπᾰνος) -ον
• Prosodia: [δᾰ-]
1 pródigo fig. ἐλπίς Th.5.103
•derrochador, malgastador κόλλοψ AP 12.42 (Diosc.).
2 c. gen. que consume δύναμις ... δ. ὑγρῶν Plu.2.624d
•que echa a perder δ. ... τῶν νῦν γεννωμένων φύσεων ἡ ῥᾳθυμία Longin.44.11.
German (Pape)
[Seite 522] ον, dasselbe, verschwenderisch, ἐλπίς Thuc. 5, 103; τινός Ath. II, 52 e Plut. Symp. 1, 6, 4; κόλλοψDiosc. 3 (XII, 42).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dépensier, prodigue;
2 qui consume, qui épuise, gén..
Étymologie: cf. δαπάνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δάπανος -ον [δαπανάω] verkwistend:. ἐλπίς... δάπανος γὰρ φύσει hoop is immers verkwistend van aard Thuc. 5.103.1.
Russian (Dvoretsky)
δάπᾰνος:
1 расточительный (δ. φύσει, sc. ἐλπίς Thuc.);
2 поглощающий (δόναμις δ. ὑγρῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δάπανος: -ον, = δαπανηρός, ἐλπὶς Θουκ. 5. 103· μ. γεν., Ἀθήν. 52Ε.
Greek Monolingual
δάπανος, -ον (Α)
1. δαπανηρός, πολυδάπανος
2. αυτός που έχει την τάση να δαπανά, ο σπάταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάπανος που απαντά στον Θουκυδίδη ως επίθετο της λ. ελπίς και ξαναχρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό του δαπανώ].
Greek Monotonic
δάπανος: -ον, = δαπανηρός, σε Θουκ.