εὐδίαιτος

From LSJ
Revision as of 13:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδίαιτος Medium diacritics: εὐδίαιτος Low diacritics: ευδίαιτος Capitals: ΕΥΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: eudíaitos Transliteration B: eudiaitos Transliteration C: evdiaitos Beta Code: eu)di/aitos

English (LSJ)

[ῐ], ον, living temperately, opp. πολυδάπανος, X.Ap.19,cf. Poll.6.27, etc.

German (Pape)

[Seite 1061] gut, mäßig lebend, Xen. Apol. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit avec tempérance.
Étymologie: εὖ, δίαιτα.

Russian (Dvoretsky)

εὐδίαιτος: ведущий умеренную жизнь, воздержный Xen.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδίαιτος: -ον, ἐγκρατῶς διαιτώμενος, Ξεν. Ἀπολλ. 19, Πολυδ. Ϛ΄, 27, κλ.

Greek Monolingual

εὐδίαιτος, -ον (Α)
αυτός που ζει με εγκράτεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαιτος (< δίαιτα «τρόπος ζωής») πρβλ. ομοδίαιτος, οικοδίαιτος, λιτοδίαιτος].

Greek Monotonic

εὐδίαιτος: -ον (δίαιτα), αυτός που ζει με εγκράτεια, με μέτρο, σε Ξεν.

Middle Liddell

δίαιτα
living temperately, Xen.