ποικιλομήχανος
From LSJ
English (LSJ)
ον, full of various devices, Ἔρως Epigr. ap. Clidem.24.
German (Pape)
[Seite 650] voll mannichfaltiger Schliche, Künste, verschlagen, listig, Ἔρως, Ep. ad. 213 (App. 302).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux machinations variées, fertile en ruses.
Étymologie: ποικίλος, μηχανή.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλομήχανος: хитроумный, лукавый (Ἔρως Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλομήχᾰνος: -ον, ὁ ποικίλα μηχανώμενος, πολύτροπος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 302.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επινοεί, που μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, ο πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυμήχανος].
Greek Monotonic
ποικῐλομήχᾰνος: -ον, γεμάτος με διάφορα τεχνάσματα, σε Ανθ.