φιλήνιος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ον, (ἡνία) accepting the rein, ἵπποι A.Pr.465.
German (Pape)
[Seite 1277] dem Zügel folgend, gehorsam, ἵπποι Aesch. Prom. 463.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le frein, docile.
Étymologie: φίλος, ἡνίον.
Russian (Dvoretsky)
φιλήνιος: любящий поводья, т. е. послушный поводьям (ἵπποι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλήνιος: -ον, (ἡνία) ὁ ὑπείκων εἰς τὸν χαλινόν, εὐήνιος, πειθήνιος, ὑφ’ ἅρμα τ’ ἤγαγον φιληνίους ἵππους Αἰσχύλου Προμ. 465.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για άλογο) αυτός που υπακούει στα χαλινάρια, πειθήνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήνιος (< ἡνία «χαλινάρι»), πρβλ. χρυσήνιος].
Greek Monotonic
φῐλήνιος: -ον (ἡνία), αυτός που ακολουθεί τα ηνία, πειθήνιος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φῐλ-ήνιος, ον, ἡνία
following the rein, tractable, Aesch.