περιτιταίνω

From LSJ
Revision as of 15:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτῐταίνω Medium diacritics: περιτιταίνω Low diacritics: περιτιταίνω Capitals: ΠΕΡΙΤΙΤΑΙΝΩ
Transliteration A: perititaínō Transliteration B: perititainō Transliteration C: perititaino Beta Code: perititai/nw

English (LSJ)

stretch round about, περὶ μέσσῳ χεῖρε τιτήνας Il.13.534.

German (Pape)

[Seite 596] herumspannen.

Russian (Dvoretsky)

περιτῐταίνω: распростирать (χεῖρε Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

περιτῐταίνω: περιτείνω, τείνω ὁλόγυρα, περὶ μέσσω χεῖρε τιτήνας, «περὶ τὰ μέσα αὐτοῦ τὰς χεῖρας διατείνας» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 534.

Greek Monolingual

Α
τεντώνω ολόγυρα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τιταίνω, αναδιπλασιασμένος τ. του τείνω «τεντώνω»].

Greek Monotonic

περιτῐταίνω: μτχ. αορ. αʹ -τιτήνας, τεντώνω ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

aor1 part. -τιτήνας
to stretch round about, Il.