μυττωτεύω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
hash up, make mincemeat of, τινα Ar.V.63.
German (Pape)
[Seite 223] zu Mus und Brei quetschen, τὸν ἄνδρα, Ar. Vesp. 63, der Schol. erkl. συγκόπτω.
French (Bailly abrégé)
hacher menu, réduire en bouillie.
Étymologie: μυττωτός.
Russian (Dvoretsky)
μυττωτεύω: досл. изрубить на мелкие части, перен. превратить в кашу (τινά Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μυττωτεύω: κατακόπτω εἰς λεπτότατα τεμάχια, «λειανίζω», αὖθις τὸν αὐτὸν ἄνδρα μυττωτεύσομεν, «συγκόψομεν ἢ συντρίψομεν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 63.
Greek Monolingual
μυττωτεύω (Α) μυττωτός
κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, λειανίζω.
Greek Monotonic
μυττωτεύω: κόβω σε πολύ μικρά κμμάτια, λιανίζω, τινά, σε Αριστοφ.