προταριχεύω

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτᾰρῑχεύω Medium diacritics: προταριχεύω Low diacritics: προταριχεύω Capitals: ΠΡΟΤΑΡΙΧΕΥΩ
Transliteration A: protaricheúō Transliteration B: protaricheuō Transliteration C: protaricheyo Beta Code: protarixeu/w

English (LSJ)

A salt or pickle beforehand, Hdt.2.77.
II reduce a patient first by fasting, Hp.Acut.26.
III macerate chemicals beforehand, PHolm.17.7:—Pass., Zos.Alch.p.166 B.

German (Pape)

[Seite 790] vorher einsalzen, einbalsamiren; Her. 2, 77; Galen.

French (Bailly abrégé)

saler auparavant.
Étymologie: πρό, ταριχεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ταριχεύω te voren inzouten. Hdt. 2.77.5. geneesk. laten vasten. Hp.

Russian (Dvoretsky)

προτᾰρῑχεύω: предварительно засаливать (sc. τοὺς ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας Her.).

Greek (Liddell-Scott)

προτᾰρῑχεύω: ταριχεύω πρότερον, ἴδε ἐν λέξ. ταριχεύω ΙΙ. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, διὰ τῆς νηστείας ἰσχναίνω τινὰ πάσχοντα, ἴδε Γαλην. τ. 11, 66, καὶ Foës Oero: ἐν λέξ.

Greek Monolingual

Α
1. ταριχεύω εκ τών προτέρων
2. αλατίζω προηγουμένως
3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.)
4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ταριχεύω «βαλσαμώνω, παστώνω, ισχναίνω κάποιον με νηστεία»].