πενταπλάσιος

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενταπλᾰσιος Medium diacritics: πενταπλάσιος Low diacritics: πενταπλάσιος Capitals: ΠΕΝΤΑΠΛΑΣΙΟΣ
Transliteration A: pentaplásios Transliteration B: pentaplasios Transliteration C: pentaplasios Beta Code: pentapla/sios

English (LSJ)

α, ον, Ion. πενταπλήσιος, η, ον, five-fold, Hdt.6.13, Arist. Pol.1265b22; π. τινός five times as large as... ib.1266b6; five times as much, Orib.Fr.99. Adv. πενταπλασίως LXX Ge.43.34.

German (Pape)

[Seite 557] ion. -πλήσιος, Her. 6, 13, fünffach, Arist. pol. 2, 6 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
cinq fois aussi grand, quintuple.
Étymologie: πέντε, -πλασιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταπλάσιος -ον, Ion. πενταπλήσιος [πέντα, ~ διπλάσιος] vijfvoudig; met gen. vijfmaal:. πενταπλασίαν... τῆς ἐλαχίστης ( κτήσεως ) vijfmaal het kleinste (grondbezit) Aristot. Pol. 1266b6.

Russian (Dvoretsky)

πενταπλάσιος: ион. πενταπλήσιος 3 впятеро больший Her., Arst.

Greek Monolingual

-α, -ο / πενταπλάσιος, -ία, -ον και ιων. τ. πενταπλήσιος, -ίη, -ον, ΝΑ
αυτός που είναι πέντε φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάτι άλλο που λαμβάνεται ως μονάδα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πενταπλάσιο
ποσότητα πέντε φορές μεγαλύτερη από μια άλλη.
επίρρ...
πενταπλασίως ΝΑ
σε πενταπλάσια ποσότητα, ή ένταση ή σε πενταπλάσιο μέγεθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -πλάσιος].

Greek Monotonic

πενταπλάσιος: -α, -ον, Ιων. -πλήσιος, -η, -ον, πέντε φορές μεγαλύτερος, σε Ηρόδ.· πενταπλάσιός τινος, πέντε φορές πιο μεγάλος όσο..., σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πενταπλάσιος: -α, -ον, Ἰων. -πλήσιος, η, ον, ὡς καὶ νῦν, πεντάκις μεγαλείτερος, Ἡρόδ. 6. 12, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 6, 15· π. τινος, πεντάκις μεγαλείτερός τινος, αὐτόθι 2. 7, 4· Ἐπίρρ. -ως, Ἑβδ. (Γένεσ. ΜΓ΄, 34).

Middle Liddell

πεντα-πλάσιος, η, ον
five-fold, Hdt.; π. τινος five times as large as…, Arist.