ποικιλῳδός
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ποικιλῳδόν, of perplexed and juggling song, of the Sphinx. S.OT130.
German (Pape)
[Seite 651] von mannichfaltigem Gesange; von verworrenem, räthselhaftem, verfänglichem Gesange, wie die Sphinx, Soph. O. R. 130.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
aux chants souples, càd artificieux.
Étymologie: ποικίλος, ᾠδή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλῳδός -όν [ποικίλος, ᾠδή] raadsels zingend.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλῳδός: искусно поющий, завлекающий своим пением (Σφίγξ Soph.).
Greek Monolingual
-όν, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Σφιγγός) αυτός που τραγουδά αινιγματικά ή και δελεαστικά άσματα («ἡ ποικιλωδὸς Σφίγξ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. τραγωδός].
Greek Monotonic
ποικῐλῳδός: -όν (ᾠδή), αυτός που τραγουδά περίπλοκο και αινιγματικό τραγούδι, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλῳδός: -όν, ὁ ποικίλην, περίπλοκον ᾠδὴν ᾄδων, αἰνιγματώδης, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Ο. Τ. 130.
Middle Liddell
ποικῐλ-ῳδός, όν [ᾠδή]
of perplexed and juggling song, Soph.