ὑποκηρύσσομαι

From LSJ
Revision as of 18:15, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source

Russian (Dvoretsky)

ὑποκηρύσσομαι: атт. ὑποκηρύττομαι объявлять через глашатая Aesch.: σεαυτὸν ὑ. εἰς πάντας Plat. возвестить о себе всем.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκηρύσσομαι: Ἀττικ. -ττομαι, μέσ., καθιστῶ γνωστὸν διὰ κήρυκος, προκηρύττω ἢ ἀναγγέλλω τι, μάλιστα πρὸς πώλησιν. Αἰσχίν. 59. 25˙ σύγ’ ἀναφανδὸν σεαυτὸν ὑποκηρυξάμενος εἰς πάντας τοὺς Ἕλληνας, ... σεαυτὸν ἀπέφηνας… Πλάτ. Πρωτ. 349Α˙ σιωπὴν ὑποκηρυξάμενος Διον. Ἁλ. 9. 48˙ μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρεμφ., ὑποκηρυξάμενος ἀρκεῖν τοὺς ὄντας Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 1. - Κατὰ Πολυδ. Δ΄, 94: «ὑποκηρύξασθαι τὸ προειπεῖν ἡσυχίαν ἢ καὶ ἀπαγγείλασθαί τι δημοσίᾳ» - Τὸ ἐνεργ. μόνον ἐν Α. Β. 112. 25˙ «ὑπεκήρυξε: τὸ ὑπὸ τῷ κήρυκι τῷ δημοσίῳ στῆναι καὶ ποιῆσαί τι διὰ τοῦ κήρυκος φανερῶς».

Greek Monotonic

ὑποκηρύσσομαι: Αττ. -ττομαι, Μέσ., γνωστοποιώ μέσω της φωνής κήρυκα ή αγγελιαφόρου, προκηρύσσω κάτι ή αναγγέλλω, ιδίως λέγεται για πώληση, σε Αισχίν.· σεαυτὸν ὑποκηρύσσει, το να διαφημίζεις τον εαυτό σου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

attic -ττομαι
Mid. to make known by voice of herald or crier, to have a thing proclaimed or cried, esp. for sale, Aeschin.; σεαυτὸν ὑπ. to advertise yourself, Plat.