παράβλημα
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is thrown beside or before, fodder, Eust.1406.25.
II curtain or screen used to cover the sides of ships, X.HG2.1.22.
III Geom., rectangle applied to a straight line, Archim.Con.Sph.25, al.
German (Pape)
[Seite 472] τό, das Vorgeworfene, bes. Futter der Thiere, Eust. – Bei Xen. Hell. 2, 1, 22, πάντα παρασκευασάμενος ὡς ἐς ναυμαχίαν καὶ τὰ παραβλήματα παραβαλών, sind Schutzdecken gemeint, welche an den Seiten der Schiffe gegen die Geschosse der Feinde ausgehängt wurden.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
barricade, palissade.
Étymologie: παραβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράβλημα -ατος, τό [παραβάλλω] bescherming, schutdek.
Russian (Dvoretsky)
παράβλημα: ατος τό предохранительное покрытие (военных кораблей), заслон, щит Xen.
Greek Monolingual
το παραβάλλω
νεοελλ.
ναυτ. κατασκεύασμα από πλέγμα σχοινιών, δέρμα, πλαστικό ή άλλο υλικό, που κρέμεται από τα πλευρά πλοίου και το προστατεύει από την κρούση ή την τριβή με την προβλήτα ή με άλλα πλοία κατά την παραβολή του, κατά το πλεύρισμά του
μσν.-αρχ.
καθετί που ρίχνεται μπροστά ή κοντά σε κάποιον, όπως είναι λ.χ. η τροφή τών ζώων
αρχ.
1. καθετί που το τοποθετούσαν μπροστά από κάτι προκειμένου να το καλύψει ή να το προφυλάξει, κυρίως είδος σκεπάσματος που έμοιαζε με θώρακα και με το οποίο κάλυπταν τις πλευρές τών πλοίων
2. (γεωμ.) ορθογώνιο εφαρμοσμένο σε ευθεία γραμμή.
Greek Monotonic
παράβλημα: -ατος, τό (παραβάλλω), αυτό που κρέμεται δίπλα ή μπροστά από κάτι, σκέπασμα ή παραπέτασμα που χρησιμοποιείται για να καλύψει τις πλευρές των πλοίων, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
παράβλημα: τό, (παραβάλλω) τὸ τοῖς ζῴσις εἰς τροφὴν παρατιθέμενον, Εὐστ. 1406. 25. ΙΙ. ὅ,τι κρέμαται πρὸ τινος ὅπως καλύψῃ, ἢ προφυλάξῃ αὐτό, μάλιστα εἶδος σκεπάσματος ἐν εἴδει θώρακος, δι’ οὗ ἐκάλυπτον τὰς πλευρὰς τῶν πλοίων, πάντα δὲ παρασκευασάμενος ὡς ἐς ναυμαχίαν, καὶ τὰ παραβλήματα παραβαλὼν Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 22· πρβλ. παράρρυμα.
Middle Liddell
παράβλημα, ατος, τό, παραβάλλω
that which is thrown beside or before, a curtain or screen used to cover the sides of ships, Xen.