ἀνακινέω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
(once -άω, imper.
A ἀνακείνα PHolm.20.19), sway or swing to and fro, Hdt.4.94, cf. Hp.VC21.
II stir up, awaken, νόσον ἀ. S.Tr.1259; of cocks or quails, stir them up (to fight), Pl.Lg. 789c; ἀ. πόλεμον Plu.Luc.5; ὑπολείμματαστάσεων Pomp.16:—Pass., δόξαι ἀνακεκίνηνται Pl.Men.85c, cf. Pherecyd.102 J.
III uproot, τὰς κρηπῖδας Agath.2.1: metaph., τὰ καθεστῶτα Id.4.27.
Spanish (DGE)
(ἀνακῑνέω) • Alolema(s): -άω PHolm.113
I 1impulsar de un lado para otro, balancear ἀνακινήσαντες αὐτὸν μετέωρον ῥίπτουσι ἐς τὰς λόγχας balanceándolo en el aire lo arrojaban sobre las lanzas Hdt.4.94, τὸ ὀστέον Hp.VC 21, cf. S.Fr.221.8.
2 arrancar, destrozar τὰς κρηπῖδας Agath.2.1.8, τὰ καθεστῶτα Agath.4.27.7.
II usos fig.
1 producir de nuevo νόσον S.Tr.1259.
2 azuzar, excitar a gallos de pelea, Pl.Lg.789c, πόλεμον Plu.Luc.5, ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plu.Pomp.16, τάς ἴυγας Aristaenet.2.18.34, προθυμίαν πρὸς τὴν τροφήν M.Ant.3.2, τὴν φωνήν Liban.Or.1.72.
3 suscitar τοὺς λόγους Plot.2.3.16, τὴν μνήμην Plot.4.4.5, en v. pas. αὐτῷ ὥσπερ ὄναρ ἄρτι ἀνακεκίνηνται αἱ δόξαι αὗται Pl.Men.85c.
4 en v. med.-pas. animarse, estar animado o excitado οἱ μὲν δὴ ἀνακινούμενοι ὡπλίζοντο Polyaen.4.9.2.
German (Pape)
[Seite 192] 1) aufwärts bewegen, ἀνακινήσαντες μετέωρον αὐτὸν ῥιπτεῦσι Her. 4, 94; aufregen, νόσον Soph. Trach. 1249; πόλεμον, στάσιν, Plut. Luc. 5 Pomp. 16; αἱ δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat. Men. 85 c; λόγον, Gespräch anregen, Luc. Gall. 27; τὸ πλῆθος D. Hal. 9, 59. – 2) sc. χεῖρας, von Fechtern, die Arme recken und schwingen, um sich zum Kampfe vorzubereiten, vgl. Plat. Legg. VII, 789 c, wo es von dem Aufregen der Hähne zum Kampfe gebraucht ist.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 balancer en tenant suspendu;
2 soulever, remuer ; fig. exciter : νόσον SOPH faire naître une maladie.
Étymologie: ἀνά, κινέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακῑνέω:
1 подбрасывать, качать (μετέωρόν τινα Her.);
2 возбуждать, подзадоривать (θηρία Plat.; τὸν λῆρόν τινι Plut.);
3 возобновлять, растравлять (νόσον Soph.);
4 вновь разжигать, начинать (πόλεμον Plut.);
5 пробуждать, оживлять (ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut.; δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακῑνέω: μέλλ. -ήσω, κινῶ τῇδε κἀκεῖσε, ἀνακινῶ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 94· ἀνακ. τὰς χεῖρας, ἐπὶ πυκτευόντων, τὸ τοῦ Κικέρωνος brachia concalefacere, πρβλ. ἀνακίνησις. ΙΙ. ἐξεγείρω, ἐξάπτω, Λατ. suscitare, νόσον ἀνακ. (ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ἀμεταβάτως, ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης), Σοφ. Τρ. 1259· ἀνακ. θηρία, ἐξερεθίζω αὐτὰ (εἰς μάχην), Πλάτ. Νόμ. 789C· ἀν. πόλεμον, στάσιν, κτλ., Πλούτ., κτλ.: - Παθ., δόξαι ἀνακεκίνηνται Πλάτ. Μένων 85C.
Greek Monotonic
ἀνακῑνέω: μέλ. -ήσω,
I. ανακινώ ή κουνώ μπρος και πίσω, σε Ηρόδ.
II. εξεγείρω, εξάπτω, νόσον, σε Σοφ.· πόλεμον, σε Πλούτ.
Middle Liddell
I. to sway or swing to and fro, Hdt.
II. to stir up, awaken, νόσον Soph.; πόλεμον Plut.