ἐξαιρετέος

From LSJ
Revision as of 10:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
Sophocles, Antigone, 883
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαιρετέος Medium diacritics: ἐξαιρετέος Low diacritics: εξαιρετέος Capitals: ΕΞΑΙΡΕΤΕΟΣ
Transliteration A: exairetéos Transliteration B: exaireteos Transliteration C: eksaireteos Beta Code: e)cairete/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be taken out or removed, ἐκ τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23.
II ἐξαιρετέον one must take out, remove, τὴν ἀναρχίαν ἐκ παντὸς τοῦ βίου Pl.Lg.942c, cf. Tht.157b.
2 one must pick out, select, X.Cyr.4.5.52.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 que debe ser separado o expulsado ἐκ τῆς στρατιᾶς X.Cyr.2.2.23, c. dat. agente, X.Cyr.2.2.25.
2 de ciudad o fortalezas que debe ser tomado o conquistado Arr.An.4.21.3, Καρχηδών D.C.59.1 (p.271).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qu'il faut écarter de;
2 qu'il faut choisir.
Étymologie: ἐξαιρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐξαιρέω, ὃν δεῖ ἐξαιρεῖν, ἐκ τῆς στρατιᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 23. 2) «ἐξαιρετέα˙ ἀξία τοῦ καταστραφῆναι (Δίων Κ. ἐν Ἀποσπ. 58), ἡ Καρχηδὼν πολλοῖς Ρωμαίων ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» Σουΐδ. ἐν λέξει. ΙΙ. ἐξαιρετέον, ἀφαιρετέον, ἀποβλητέον, τὴν δ’ ἀναρχίαν ἐξαιρετέον ἐκ παντὸς τοῦ βίου πάντων τῶν ἀνθρώπων Πλάτ. Νόμοι 942C, Θεαίτ. 157Β. 2) πρέπει τις νὰ χωρίσῃ, νὰ «βγάλῃ μερίδιον», γυναῖκας ἐξαιρετέον ἂν εἴη Ξεν. Κύρ. 4, 5, 52.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐξαιρετέος, -α, -ον) εξαιρώ
αυτός που πρέπει να εξαιρεθεί
νεοελλ.
φρ. «(ημέρα) εξαιρετέα» — αργία
αρχ.
φρ. α) «Καρχηδών... ἐξαιρετέα ἐδόκει εἶναι» — αποφασίστηκε ότι έπρεπε να εξαφανιστεί, να καταστραφεί η Καρχηδών
β) «γυναῑκας ἐξαιρετέον ἄν εἴη» — πρέπει να γίνει διαχωρισμός, να βγει μερίδιο για τις γυναίκες.

Greek Monotonic

ἐξαιρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός που πρέπει να αφαιρεθεί ή να απομακρυνθεί, σε Ξεν.
II. ἐξαιρετέον, αυτό που πρέπει να αφαιρεθεί, να αποβληθεί· αυτός που πρέπει να επιλεχθεί έναντι άλλων, εκλεκτός, διαλεκτός, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐξαιρετέος, η, ον adj verb. adj.] [from ἐξαιρέω
I. to be taken out or removed, Xen.
II. ἐξαιρετέον, one must take out: one must pick out, select, Xen.