προσκολλώ

From LSJ
Revision as of 13:00, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

-άω, ΝΑ
1. κολλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με κολλώδη ουσία, προσαρμόζω
2. παθ. προσκολλώμαι, -άομαι·μτφ. εμμένω σταθερά, αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.)
νεοελλ.
1. στρ. τοποθετώ προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια στρατιωτική μονάδα για εκτέλεση υπηρεσίας ή για μισθοτροφοδοσία
2. μέσ. α) επιμένω ενοχλητικά σε μια προσωπική σχέση ή συναναστροφή
β) μτφ. προσηλώνομαι, αφοσιώνομαι σε ένα πρόσωπο ή σε μια ιδεολογία
γ) έρχομαι συνεχώς και απρόσκλητος κάπου από συμφέρον και ιδίως για να τρώω και να πίνω δωρεάν
αρχ.
1. (για λογοτεχνικό ύφος) είμαι πυκνός, συμπαγής
2. παθ. α) κολλώ σταθερά
β) ακολουθώ κάποιον, γίνομαι θιασώτης, οπαδός
γ) έχω στενή συζυγική σχέση («καὶ προσκολληθήσεσθαι πρὸς τὴν γυναῑκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν», ΠΔ).