ἀποστύφω

From LSJ
Revision as of 10:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστύφω Medium diacritics: ἀποστύφω Low diacritics: αποστύφω Capitals: ΑΠΟΣΤΥΦΩ
Transliteration A: apostýphō Transliteration B: apostyphō Transliteration C: apostyfo Beta Code: a)postu/fw

English (LSJ)

[ῡ],
A draw up, contract, of the effect of astringents, δριμέα.. ὥστε ἀποστύφειν arist.Pr.863a18, cf. Thphr. CP 2.8.1; χείλεα ἀ. screw them up,AP7.536 (Alc.):—Pass., pf., οὖρα δ' ἀπέστυπται are stopped, Nic.Th.433.
2 of preparing tissues for dyes, mordant, PHolm.9.14.
3 ἀποστύφων· τῇ φωνῆ σκληρός, Hsch.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ-]
1 medic. estipticar, astringir δριμέα ... ὥστε ἀποστύφειν Arist.Pr.863a18, cf. Hp.Nat.Mul.90, Thphr.CP 2.8.1, Gal.11.155
crispar χείλεα AP 7.536 (Alc.)
en v. pas. de la orina sufrir astringencia, ser retenida οὖρα δ' ἀπέστυπται por los efectos de un veneno, Nic.Th.433.
2 tal vez estar ronco ἀποστύφων· τῇ φωνῇ σκληρός Hsch.
3 alquim. aplicar un mordiente mediante ácidos PHolm.49.

German (Pape)

[Seite 328] zusammenziehen, Theophr., bes. von herbem Geschmack, abstumpfen; vgl. Alc. Mess. 18 (VII, 536); οὖρα ἀπέστυπται, ist zurückgehalten, Nic. Th. 433.

French (Bailly abrégé)

1 resserrer, contracter;
2 émousser.
Étymologie: ἀπό, στύφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστύφω: (ῡ) быть вяжущим (на вкус), стягивать (δριμέα ἀποστύφει Arst.; ἄχερδος ἀποστύφουσα φάρυγα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστύφω: [ῡ], συστέλλω, συσπῶ, στύφω, ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τῶν δριμέων, «στυφῶν», δριμέα..., ὥστε ἀποστύφειν Ἀριστ. Πρβλ. 1. 33, πρβλ. Θεοφρ. Αἰτ. Φ.2.8,1· χείλεα ἀποστύφειν Ἀνθ. Π. 7. 536: ― πρκμ. παθ., οὖρα δ’ ἀπέστυπται, «ἔστυψαν», δὲν ῥέουσι πλέον, Νικ. Θ. 433: πρβλ. Schäf. ἐν Γρηγορ. Κορίνθου σ. 42, ὅστις συγκρίνει τὴν λέξιν πρὸς τὴν Γερμανικὴν abstumpfen.

Greek Monolingual

ἀποστύφω (AM)
κάνω κάτι να στερέψει
αρχ.
1. σουφρώνω τα χείλη (όπως όταν δοκιμάζω κάτι στυφό)
2. (-ομαι) παύω να ρέω, στερεύω.

Greek Monotonic

ἀποστύφω: [ῡ], μέλ. -ψω, στύφω, ζαρώνω, συστέλλω, λέγεται για το αποτέλεσμα των στυπτικών ή στυφών καρπών ή γεύσεων, δηλ. για την άμβλυνση της γεύσης, το μούδιασμα της γλώσσας, σε Ανθ.

Middle Liddell


to draw up, contract, of astringents, to dull the sense of taste, Anth.