ὀφειλέτης

Revision as of 08:26, 6 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὀφειλέτου, ὁ, debtor, τινι Pl.Lg.736d, etc.; ὀφειλέτης εἰμί c. inf., I am under bond to... S.Aj.590, cf. Ep.Rom.8.12: —fem. ὀφειλέτις, ὀφειλέτιδος, E.Rh.965.

German (Pape)

[Seite 424] ὁ, der Schuldner, der Etwas zu thun oder zu leisten schuldig ist; Soph. Ai. 587; Plat. Legg. V, 736 d; Sp., wie N.T., Matth. 7, 12; χάριτος, Plut. Crass. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
débiteur : ποιεῖν τι SOPH obligé, par reconnaissance ou en retour, à faire qch.
Étymologie: ὀφείλω.

Russian (Dvoretsky)

ὀφειλέτης: ου ὁ должник (μυρίων ταλάντων NT): ὀ. τινί Plat. чей-л. должник; χάριτός τινος ὀφειλέτην λαβεῖν τινα Plut. оказанием какого-л. благодеяния сделать кого-л. должником; οὐδὲν ἀρκεῖν ὀ. τινὶ εἶναι Soph. не быть обязанным помогать кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφειλέτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, χρεώστης, τινι Πλάτ. Νόμ. 736D, κτλ.· ὀφ. εἰμί, μετ’ ἀπαρ., εἶμαι ὑπόχρεως νά..., Σοφ. Αἴ. 560· ― θηλ. ὀφειλέτις, ιδος, Εὐρ. Ρῆσ. 965.

English (Strong)

from ὀφείλω; an ower, i.e. person indebted; figuratively, a delinquent; morally, a transgressor (against God): debtor, which owed, sinner.

English (Thayer)

ὀφειλετου, ὁ (ὀφείλω), one who owes another, a debtor: properly, of one who owes another money (Plato, legg. 5,736d.; Plutarch; others); with a genitive of the sum due, one held by some obligation, bound to some duty: ὀφειλέτης εἰμί, equivalent to ὀφείλω, followed by an infinitive, Sophocles Aj. 590); ὀφειλέτης εἰμί τίνος, to be one's debtor i. e. under obligations of gratitude to him for favors received, τίνι (dative commodi), to be under obligation to do something for someone, one who has not yet made amends to one whom he has injured: חַיָב, one who owes God penalty or of whom God can demand punishment as something due, i. e. a sinner, Luke 13:4.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀφειλέτης, Α θηλ. ὀφειλέτις, -ιδος)
1. αυτός που οφείλει, που χρωστά, ιδίως χρήματα («ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν», ΚΔ)
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που οφείλει σε κάποιον ευγνωμοσύνη ή κάτι άλλο σχετικό
νεοελλ.
(νομ.) το ένα από τα δύο υποκείμενα υφιστάμενης ενοχής το οποίο υποχρεούται σε παροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφείλω + επίθημα -έτης (πρβλ. επέτης)].

Greek Monotonic

ὀφειλέτης: -ου, ὁ (ὀφείλω), οφειλέτης, αυτός που έχει οφειλή, που χρωστάει κάτι, τινί, σε Πλάτ.· θηλ. ὀφειλέτις, -ιδος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀφειλέτης, ου, ὁ, ὀφείλω
a debtor, τινί Plat.: ὀφ. εἰμί, c. inf., I am under bond to do a thing, Soph.:—fem. ὀφειλέτις, ιδος, Eur.

Chinese

原文音譯:Ñfeilšthj 哦費累帖士
詞類次數:名詞(7)
原文字根:欠(者)
字義溯源:欠債者,債戶,欠債,欠,受約束者,犯錯者,違犯者,罪;源自(ὀφείλω)*=欠債)。參讀 (ὀφείλω)同源字參讀 (ἁμαρτωλός)同義字
出現次數:總共(7);太(2);路(1);羅(3);加(1)
譯字彙編
1) 債戶(2) 太6:12; 加5:3;
2) 欠⋯債(1) 羅8:12;
3) 欠⋯的(1) 太18:24;
4) 欠債者(1) 羅1:14;
5) 罪(1) 路13:4;
6) 所欠的債(1) 羅15:27