ἀκρόδετος

From LSJ
Revision as of 09:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

γῆ καὶ ὕδωρ πάντ' ἔσθ' ὅσα γίνοντ' ἠδὲ φύονται → earth and water are everything that comes into being and grows, all things that come into being or sprout are earth and water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόδετος Medium diacritics: ἀκρόδετος Low diacritics: ακρόδετος Capitals: ΑΚΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: akródetos Transliteration B: akrodetos Transliteration C: akrodetos Beta Code: a)kro/detos

English (LSJ)

ἀκρόδετον, bound at end or top, AP6.5 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον atado en la punta δούνακες AP 6.5 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié par l'extrémité ou par le haut.
Étymologie: ἄκρος, δέω¹.

German (Pape)

δόνακες Phil. 22 (VI.5), oben angebunden.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόδετος: сверху обвязанный (δούνακες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόδετος: -ον, ὁ δεδεμένος κατὰ τὸ ἄκρον ἢ τὴν κορυφήν, Ἀνθ. Π. 6. 5.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκρόδετος, -ον)
ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + δετός < δέω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ].

Greek Monotonic

ἀκρόδετος: -ον, δεμένος στην άκρη ή στην κορυφή, σε Ανθ.

Middle Liddell

bound at the end or top, Anth.