ἀΐστωρ

From LSJ
Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐστωρ Medium diacritics: ἀΐστωρ Low diacritics: αΐστωρ Capitals: ΑΪΣΤΩΡ
Transliteration A: aḯstōr Transliteration B: aistōr Transliteration C: aistor Beta Code: a)i/+stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, unknowing, unaware, ἀΐστωρ ὢν αὐτός Pl.Lg. 845b: c. gen., μάχης E.Andr.682.

German (Pape)

[Seite 62] ορος (οἶδα), unwissend, unkundig, ὅπλων καὶ μάχης Eur. Andr. 683; Plat. Legg. VIII, 845 a.

French (Bailly abrégé)

ωρ, ορ ; gén. ορος;
qui ne sait pas, gén..
Étymologie: , ἵστωρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀΐστωρ: ορος adj. незнающий, несведущий (ὅπλων καὶ μάχης Eur.): ἀ. ὤν Plat. не зная.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ἀγνοῶν, ἀμαθής, ἄπειρος, μὴ ἔχων συνείδησίν τινος, ἀΐστωρ ὤν αὐτός, Πλάτ. Νόμ. 845Β· τινός, ὡς πρός τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἀνδρ. 682.

Greek Monotonic

ἀΐστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (α- στερητικό, εἰδέναι), αυτός που αγνοεί κάτι, απληροφόρητος, αυτός που δεν έχει συνείδηση για κάτι, σε Πλάτ.· τινός, ενός πράγματος, σε Ευρ.