αἰνιγματώδης
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
αἰνιγματῶδες, riddling, dark, obscure, enigmatic, A. Supp.464; ῥηματίσκια, of the Heracliteans, Pl.Tht.180a; χρησμός D.S.32.10; of persons, Max.Tyr.38.4. Adv. αἰνιγματωδῶς = enigmatically, figuratively, in a figurative way Arist.Rh.1441b22, Pl.Chrm.164e (Comp.), etc.
Spanish (DGE)
(αἰνιγμᾰτώδης) -ες
I 1oscuro, enigmático gener. de palabras, dichos, conceptos τοὖπος A.Supp.464, λόγοι Plb.15.25.34, χρησμός D.S.32.10.2, neutr. adv. αἰνιγματωδέστερον ..., ὡς μάντις, λέγει Pl.Chrm.164e, cf. Luc.Pseudol.27, Ael.VH 14.15
•esp. de las sentencias de Heráclito y sus seguidores ῥηματίσκια αἰνιγματώδη Pl.Tht.180a, ὅλον τε τὸ περὶ φύσεως αἰνιγματῶδες ἀλληγορεῖ todo lo relativo a la Naturaleza lo alegoriza mediante términos enigmáticos Heraclit.All.24
•de pers., Max.Tyr.38.4
•subst. τὰ αἰνιγματώδη = enigmas Arist.Rh.1394b35.
2 alegórico, metafórico πόησις αἰνιγματώδης Orph.Comm.3.4, νόμος ὁ διὰ Μωυσέως, τῆς μελλούσης χάριτος συμβολικὴ καὶ αἰ. ἐπιτομή Hippol.in S.Pasch.9.35.
II adv.
1 αἰνιγματωδῶς = de manera enigmática, oscuramente Anaximen.Rh.1441b22.
2 alegóricamente λέγειν .. αἰνιγματωδῶς Orph.Comm.3.5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
énigmatique, obscur.
Étymologie: αἴνιγμα, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰνιγματώδης -ες αἴνιγμα raadselachtig, duister.
German (Pape)
ες, rätselhaft, Plat., auch Kompar. Charm. 164e.
• Adv. αἰνιγματωδῶς.
Russian (Dvoretsky)
αἰνιγμᾰτώδης: загадочный (ἔπος Aesch.; ῥηματίσκια Plat.).
Middle Liddell
Greek Monotonic
αἰνιγματώδης: -ες (εἶδος), ασαφής, σκοτεινός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνιγματώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὁμοιάζων πρὸς αἴνιγμα, ἀσαφής, σκοτεινός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· αἰν. ῥηματίσκια, περὶ τῶν Ἡρακλειτείων, Πλάτ. Θεαίτ. 180Α. Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 9. 3.
English (Woodhouse)
abstruse, dark, riddling, couched in dark language, enigmatic, hard to make out, hard to understand