ἀλαζονικός

From LSJ
Revision as of 09:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλαζονικός Medium diacritics: ἀλαζονικός Low diacritics: αλαζονικός Capitals: ΑΛΑΖΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: alazonikós Transliteration B: alazonikos Transliteration C: alazonikos Beta Code: a)lazoniko/s

English (LSJ)

ἀλαζονική, ἀλαζονικόν, like a braggart, like a boaster, disposed to make false pretensions, boastful, braggart, Hp.Medic. 4, X.Mem.1.2.5, Phld.Rh.2.149 S. (Sup.); ἀλαζονικόν, τό, = boasting Arist.EN1127b29. Adv. ἀλαζονικῶς = vauntingly, boastfully, arrogantly Plu.Mar.9: Comp. ἀλαζονικώτερον Apollon.Cit.3: Sup. ἀλαζονικώτατα Men.Prot.p.118D.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 fanfarrón, jactancioso de pers., X.Mem.1.2.5, Plb.27.7.12, Phld.Rh.2.149, Vit.Aesop.G 33
del hecho de poner vendajes en forma teatral presuntuoso φορτικὸν καὶ ἀλαζονικόν Hp.Medic.4
de otras cosas τὸ ῥηθέν Isoc.15.75, ἡ ὑπερβολὴ καὶ ἡ λίαν ἔλλειψις Arist.EN 1127b29, φιλοτιμία Plu.Lys.6, cf. Chrys.M.55.41
neutr. compar. y sup. como adv., Apollon.Cit.3.24, Men.Prot.26.1.108.
2 adv. ἀλαζονικῶς = jactanciosamente λέγειν Plu.Mar.9, cf. Clem.Al.Paed.3.6.34, Poll.9.147.

German (Pape)

[Seite 88] prahlend, aufschneidend, Xen. Mem. 1, 2, 5; Arist. Eth. Nic. 4, 7 u. Sp. – Adv., Plut. Mar. 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vantard.
Étymologie: ἀλαζών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλαζονικός -ή -όν ἀλαζών opschepperig, pretentieus, protserig:. ἀ. ἀμπεχόνῃ pronkend met zijn kleding Xen. Mem. 1.2.5.

Russian (Dvoretsky)

ἀλᾱζονικός: хвастливый, кичливый, заносчивый Xen., Arst., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλαζονικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ κομπορρημονῇ, ἀλαζών, «φαντασμένος», Ἱππ. 20. 14. Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 5. Ἀριστ. - Ἐπίρρ. ἀλαζονικῶς, Πλουτ. Μάρ. 9.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀλαζονικός, -ή, -όν) ἀλαζών
αυτός που ρέπει στην αλαζονεία, φαντασμένος, καυχησιάρης
νεοελλ.
(για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που ταιριάζει σε αλαζόνα, ο υπεροπτικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλαζονικόν
η αλαζονεία.

Greek Monotonic

ἀλαζονικός: -ή, -όν (ἀλαζών), κομπορρήμων, καυχησιάρης, φανφαρόνος, σε Ξεν.· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀλαζών
boastful, braggart, Xen. adv. ἀλαζονικῶς, Plut.