παλίμψηστος

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμψηστος Medium diacritics: παλίμψηστος Low diacritics: παλίμψηστος Capitals: ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟΣ
Transliteration A: palímpsēstos Transliteration B: palimpsēstos Transliteration C: palimpsistos Beta Code: pali/myhstos

English (LSJ)

παλίμψηστον, (ψάω) scraped again, βιβλίον παλίμψηστον = palimpsest, Plu. 2.779c: παλίμψηστον, τό, as substantive, ib.504d, cf. Catull.22.5, Cic.Fam.7.18.2.

German (Pape)

[Seite 449] wieder aufgekratzt, gew. vom Pergament u. von anderm Schreibmaterial, von dem man die erste Schrift abkratzt, um etwas Anderes darauf zu schreiben, Plut. de garrul. 5 u. öfter u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on gratte pour écrire à nouveau ; τὸ παλίμψηστον palimpseste, manuscrit qu'on a gratté pour y écrire autre chose.
Étymologie: πάλιν, ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμψηστος -ον [πάλιν, ψάω] van perkament weer schoongekrabd (om het herbruikbaar te maken als schrijfmateriaal).

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμψηστος: (о рукописи) стертый, счищенный (для заполнения новым текстом): βιβλίον παλίμψηστον Plut. палимпсест.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ παλίμψηστος, -ον)
1. (για χειρόγραφο, συν. σε πάπυρο ή περγαμηνή) αυτός του οποίου το αρχικό κείμενο έχει ξεστεί για να γραφεί νέο κείμενο
2. το ουδ. ως ουσ. το παλίμψηστο(ν)
χειρόγραφο συνήθως σε περγαμηνή ή σε πάπυρο του οποίου έχει ξεστεί η πρώτη ή και η δεύτερη γραφή για να γραφεί νέο κείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ψηστος (< θ. ψη του αμάρτυρου ψήω «ξύω», βλ. λ. ψήχω), πρβλ. απόψηστος].

Greek Monotonic

πᾰλίμψηστος: -ον (ψάω), αυτός που έχει αποξεστεί εκ νέου, βιβλίον παλίμψηστον, παλίμψηστος δηλ. χειρόγραφο από το οποίο κάποια γραφή έχει απαλειφθεί για να εξοικονομηθεί χώρος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμψηστος: -ον, (ψάω) ἐκ νέου ἐξεσμένος, βιβλίον παλ-., μεμβρᾶνα ἐξ ἧς ἀπεξέσθησαν τὰ παλαιὰ γράμματα ὅπως εἰς τὴν θέσιν αὐτῶν γραφῶσι νέα, Πλούτ. 779C· ἀκολούθως παλίμψηστον, τό, ὡς οὐσιαστ., αὐτόθι 504D, πρβλ. Catull. 19, Κικ. Fam. 7. 18.

Middle Liddell

πᾰλίμ-ψηστος, ον, [ψάω]
scraped again, βιβλίον παλ. a palimpsest, i. e. a parchment from which one writing has been erased to make room for another, Plut.