ἐγκάρδιος

From LSJ
Revision as of 07:58, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκάρδιος Medium diacritics: ἐγκάρδιος Low diacritics: εγκάρδιος Capitals: ΕΓΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: enkárdios Transliteration B: enkardios Transliteration C: egkardios Beta Code: e)gka/rdios

English (LSJ)

ἐγκάρδιον,
A in the heart, ἐγκάρδιόν ἐστί (or γίγνεταί) τί τινι it goes to his heart, Democr. 262, D.S.1.45; τἀγκ. τις ἐρεῖ what is in his heart, Phld. Lib.p.14 O. Adv., ὅταν γεννηθῇς ἐγκαρδίως PMag.Par.1.1785.
2 in close proximity, of planets, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).105.
II ἐγκάρδιον, τό (ἐγκάρδιος, ὁ, S.E.M.9.119), heartwood, core, Theophrastus HP3.8.5, 5.3.2; pith, Dsc.1.109.5, Gp.12.25.3.
2 generally, core, Roussel Cultes Égyptiens 236 (Delos, ii B. C.).

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [fem. -α Horap.1.7 (cód.)]
I 1que está en el corazón ἔρως AP 12.17, ψυχή Horap.l.c., πνεῦμα Ph.2.211, de Hermes PMag.5.400, καὶ οἱ τοῦτο ἐγκάρδιον ἀνάγκη εἶναι y es necesario que eso esté en su ánimo Democr.B 262, ἐγκάρδιον αὐτῷ τὴν μεταβολὴν γενέσθαι tomar a pecho el cambio D.S.1.45.
2 que sale del tronco, medular de una rama de árbol φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου PMag.5.370.
3 astr. que está en el corazón del sol, e.e. en conjunción exacta con el sol, de los planetas, Antioch.Astr. en Cat.Cod.Astr.8(3).105.14.
II subst.
1 τὸ ἐγκάρδιον = interior de algo, núcleo ὁλκὴ σὺν τῷ ἐγκαρδίῳ ὄντι χαλκῷ ID 1442B.58 (II a.C.), ξύλινον ID 1442B.59 (II a.C.).
2 bot. τὸ ἐγκάρδιον = médula de árboles o plantas, Thphr.HP 3.8.5, 5.3.2, Dsc.1.109.5, Gp.12.25.3
tb. ὁ ἐγκάρδιος mismo sign., S.E.M.9.119.
3 τὰ ἐγκάρδια = lo que está en el fondo del corazón e.e. los sentimientos íntimos οὐδέν ἐστι τηλικοῦτον ὡς τὸ ἔχειν ᾧ τἀγ κάρδιά τις ἐρεῖ nada hay más grande que tener alguien a quien decir lo que está en el fondo de nuestro corazón Phld.Lib.14, cf. Clem.Al.Paed.1.3.9.
III adv. ἐγκαρδίως = dentro del corazón γεννᾶσθαι ἐγκαρδίως PMag.4.1785 (pap.).

German (Pape)

[Seite 704] 1) im Herzen, herzlich; ἔρως Ep. ad. 3 (XII, 17) u. a. Sp.; ἐγκάρδιον γίγνεταί μοί τι, es geht mir Etwas zu Herzen, D. Sic. 1, 45; Democrit. Stob. flor. 46, 44. Nach B. A. p. 250 von großem Schmerze, τὸ ἁπτόμενον τῆς καρδίας. – 2) τὸ ἐγκάρδιον, das Herz, der Kern des Holzes, Theophr.; auch ὁ ἐγκ., Lob. Paralipp. 308.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est dans le cœur.
Étymologie: ἐν, καρδία.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκάρδιος: запавший (глубоко) в сердце, сердечный (ἔρως Anth.): ἐγκάρδιον γενέσθαι τινί Diod. быть близким чьему-л. сердцу.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκάρδιος: -ον, ἐν τῇ καρδίᾳ, ἐγκάρδιόν ἐστι (ἢ γίγνεται) τί μοι. εἰσδύεται εἰς τὴν καρδίαν μου, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 310. 40, πρβλ. Διόδ. 1. 45. ΙΙ. ἐγκάρδιον, τό, τὸ ἐσωτερικώτατον μέρος τοῦ ξύλου, «ἡ καρδιὰ» ἢ «ψίχα», Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 8, 5. ΙΙΙ. ἐγκαρδία, ἡ, λίθος τις τῶν τιμίων, Πλίν. Η. Ν. XXXVII 58, ἔνθα τρία εἴδη αὐτῆς καταλέγονται, ἔχοντα πάντα ἄλλο ἄλλου χρώματος εἰκόνα καρδίας.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐγκάρδιος, -ον)
αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια»)
μσν.
(για αδερφό) γνήσιος
αρχ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια
αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐγκαρδία
ονομασία πολύτιμου λίθου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκάρδιον
η καρδιά, η ψίχα του ξύλου.

Léxico de magia

-ον 1 que está en el corazón de Hermes Ἑρμῆ κοσμοκράτωρ, ἐγκάρδιε, κύκλε σελήνης Hermes, señor del universo, que estás en el corazón, círculo de la luna P V 400 P VII 668 P XVIIb 1 2 que sale del tronco, medular de una rama de árbol λαβὼν φύλλα δάφνης ἐγκαρδίου κηʹ toma veintiocho hojas de laurel medular P V 370