πετυχαίνω

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

Greek Monolingual

Ν
1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τον πέτυχα στο πόδι»)
2. εννοώ ή μαντεύω («το πέτυχες, αυτός ήταν»)
3. συναντώ τυχαία κάποιον («τον πέτυχα στη στάση»)
4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε»
5. (για εξετάσεις, διαγωνισμούς κ.λπ.) έχω ευνοϊκό αποτέλεσμα («πέτυχε στις εξετάσεις)
6. ολοκληρώνω κάτι με επιτυχία («το πέτυχα το γλυκό»)
7. εκτελούμαι καλά, έχω καλή έκβαση («η παράσταση πέτυχε»)
8. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πετυχημένος -η, -ο και πετυχεμένος, -η, -ο
α) ως επίθ. αυτός που έγινε ή ολοκληρώθηκε με επιτυχία (α. «πετυχημένο φόρεμα» β. «πετυχημένο εγχείρημα»)
β) (για πρόσ.) αυτός που έχει πετύχει στη σταδιοδρομία του («πετυχημένος επιχειρηματίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπέτυχ-ον, αόρ. β' του ἐπιτυγχάνω + κατάλ. -αίνω κατά το κερδαίνω (πρβλ. λαχ-αίνω: λαγχάνω)].