δάκρυμα

From LSJ
Revision as of 07:36, 19 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάκρῡμα Medium diacritics: δάκρυμα Low diacritics: δάκρυμα Capitals: ΔΑΚΡΥΜΑ
Transliteration A: dákryma Transliteration B: dakryma Transliteration C: dakryma Beta Code: da/kruma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which is wept for, a subject for tears, Orac. ap. Hdt.7.169.
II tear, A.Pers.134 (lyr.), E.Andr. 92 (pl.).

Spanish (DGE)

(δάκρῡμα) -ματος, τό
1 lágrima λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόθῳ πίμπλαται δακρύμασι los lechos se llenan de lágrimas por la nostalgia de los varones A.Pers.134, ἐγκείμεσθ' ἀεὶ θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασιν E.Andr.92.
2 motivo de llanto, desgracia ὅσα ὑμῖν ἐκ τῶν Μενέλεω τιμωρημάτων Μίνως ἔπεμψε μηνίων δακρύματα cuantas desgracias os envió Minos al encolerizarse por las ayudas a Menelao Orác. en Hdt.7.169.

German (Pape)

[Seite 519] τό, das Geweinte, die Thräne, Aesch. Pers. 134; Eur. Andr. 92; der Gegenstand der Thränen, Orak. bei Her. 7, 169.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 larmes, pleurs;
2 sujet de larmes.
Étymologie: δακρύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάκρυμα -ατος, τό [δακρύω] traan:; λέκτρα... πίμπλαται δακρύμασιν bedden worden gevuld met tranen Aeschl. Pers. 134; uitbr.: ὅσα... Μίνως ἔπεμψε... δακρύματα hoeveel redenen tot huilen Minos heeft gezonden Hdt. 7.169.2.

Russian (Dvoretsky)

δάκρῡμα: ατος τό тж. pl.
1 слезы, плач Aesch., Eur.;
2 горе, скорбь (δακρύματά τινι πέμψαι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

δάκρῡμα: τό, δι’ ὅ,τι κλαίει τις, ἀντικείμενον δακρύων, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 169. ΙΙ. ὅπερ κλαίων τις χύνει, δάκρυ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 134, Εὐρ. Ἀνδρ. 92, κατὰ πληθ.

Greek Monolingual

το (Α δάκρυμα) δακρύω
νεοελλ.
1. το δακρυλόγημα («του πεύκου τα δακρύματα»)
2. η δακρύρροια, παθολογική κατάσταση τών ματιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή δακρύων
αρχ.
1. αυτό για το οποίο κλαίει κάποιος
2. το δάκρυ.

Greek Monotonic

δάκρῡμα: -ατος, τό (δακρύω), αυτό για το οποίο προκαλείται το κλάμα, λόγος, αιτία δακρύων, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
II. αυτό το οποίο εκχύνεται, δάκρυ, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

δακρύω
I. that which is wept for, a subject for tears, Orac. ap. Hdt.
II. that which is wept, a tear, Aesch., Eur.