Κυάνεαι

From LSJ
Revision as of 12:06, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυάνεαι Medium diacritics: Κυάνεαι Low diacritics: Κυάνεαι Capitals: ΚΥΑΝΕΑΙ
Transliteration A: Kyáneai Transliteration B: Kyaneai Transliteration C: Kyaneai Beta Code: *kua/neai

English (LSJ)

(νῆσοι or πέτραι), αἱ, Dark-rocks, two small islands at the entrance of the Euxine, Hdt.4.85, D.19.273, Str.7.6.1, cf. Συμπληγάδες: Κυάνεα πελάγη, of the adjacent sea, is f.l. in S.Ant.966. [ῡ, metri gr., S. l. c.]

French (Bailly abrégé)

εῶν (αἱ) :
s.e. πέτραι;
les Cyanées, litt. les Roches noires ou d'un bleu sombre, à l'entrée de l'Hellespont.
Étymologie: κύανος.

Russian (Dvoretsky)

Κυάνεαι: εῶν (ᾰν) αἱ (sc. πέτραι) (тж. Συμπληγάδες, Συνδρομάδες, Πλαγκταί) Кианеи, «Темные скалы» (две подвижные скалы у входа в Понт Эвксинский, которые, по преданию, сталкиваясь, разбивали все, что пыталось пройти между ними; когда кораблю Арго удалось проскользнуть между ними, они навсегда остановились) Her., Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Κυάνεαι: (νῆσοι ἢ πέτραι), αἱ, γεν. Κυανεῶν, οὐχὶ Κυανέων, Δινδ. Δημ. 429. 1· ― σκοτειναὶ πέτραι, δύο μικραὶ νῆσοι κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ Εὐξείνου, Ἡρόδ. 4. 85, Στράβ. 319· μυθολογούμεναι ὅτι συνεκλείοντο καὶ συνέτριβον διερχόμενα πλοῖα, ὅθεν ἐκαλοῦντο καὶ Συμπληγάδες, Συνδρομάδες, Πλαγκταί, κτλ.· ἡ δὲ πλησίον θάλασσα ἐκαλεῖτο Κυάνεα πελάγη, Σοφ. Ἀντ. 966. ῡ χάριν τοῦ μέτρου, παρὰ Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ..

Greek Monolingual

Κυάνεαι, -ῶν και -έων, αἱ (Α)
βλ. κυάνεος.

Greek Monotonic

Κυάνεαι: (νήσοι ή πέτραι), αἱ, γεν. Κυανεῶν· οι Σκοτεινές Πέτρες, νησιά στην είσοδο του Εύξεινου, σε Ηρόδ.· μυθικά, υποτίθεται πως έκλειναν και συνέτριβαν τα διερχόμενα πλοία, απ' όπου και ονομάστηκαν Συμπληγάδες· η θάλασσα που υπήρχε κοντά ήταν τα Κυάνεα πελάγη, σε Σοφ. ( χάριν μέτρου στο Σοφ.).

Middle Liddell


Κ. νῆσοι or πέτραι, αἱ, dark rocks, two islands at the entrance of the Euxine, Hdt.; —mythically supposed to close and crush passing ships, hence called Συμπληγάδες; the sea near being Κυάνεα πελάγη, Soph. [ῡ metri grat. in Soph.]