ἔναντα

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔναντα Medium diacritics: ἔναντα Low diacritics: έναντα Capitals: ΕΝΑΝΤΑ
Transliteration A: énanta Transliteration B: enanta Transliteration C: enanta Beta Code: e)/nanta

English (LSJ)

(ἐνάντᾳ Tim.Pers.11), Adv. opposite, over against, c.gen., ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67; τοὶ δ' ἔ. στάθεν Pi. N.10.66; τὸν δ' ἔ. προσβλέπειν νεκρόν S.Ant.1299 (lyr.); ἔ. ἐλθεῖν E. Or.1478 (lyr.).

Spanish (DGE)

adv.
1 enfrente, delante τοὶ δ' ἔ. στάθεν ellos le hicieron frente Pi.N.10.67, τὸν δ' ἔ. προσβλέπω νεκρόν y contemplo enfrente otro cadáver habla Creonte, S.Ant.1299, ἔ. δ' ἦλθε Πυλάδας E.Or.1479, cf. AP 14.72, Q.S.8.141, ἔναντα· φανερῶς Hsch.
2 en uso prep., c. gen. delante de, en presencia de ἔ. Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων Il.20.67, οὐ βασιλῆος ἔ. μῦθον ἔφαν Q.S.2.178
frente a, en contra de ἀξιοῖς ἐμοῦ λέγειν ἔ.; Ar.Eq.342.

German (Pape)

[Seite 826] entgegen, gegenüber; τινὸς ἵστασθαι Il. 20, 67; ἔναντα στάθεν Pind. N. 10, 66; τὸν δ' ἔν. προσβλέπω, vor Augen sehen, Soph. Ant. 1284; ἐλθεῖν Eur. Gr. 1478; sp. D.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
en face ; ἔναντά τινος en face de qqn.
Étymologie: ἐν, ἀντί.

Russian (Dvoretsky)

ἔναντα:
I adv. (на)против (στάθεν Pind.; ἐλθεῖν Eur.): ἐ. προσβλέπειν τινά Soph. видеть кого-л. перед собой.
II praep. cum gen. (на)против, лицом к лицу (ἔ. τινος ἵστασθαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔναντα: ἐπίρρ., ἀπέναντι, κατέναντι, μετὰ γεν., ἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ᾿ Ἀπόλλων Ἰλ. Υ. 67· τοὶ δ᾿ ἔναντα στάθεν Πινδ. Ν. 10. 123· τὸν δ᾿ ἔναντα προσβλέπω νεκρὸν Σοφ. Ἀντ. 1299· ἔναντα ἐλθεῖν Εὐρ. Ὀρ. 1478.

English (Autenrieth)

over against; τινός, Il. 20.67†.

English (Slater)

ἔναντα against, in opposition τοὶ δ' ἔναντα στάθεν (N. 10.66)

Greek Monolingual

ἔναντα (Α)
επίρρ. με γεν. ή δοτ. 1. απέναντι, αντίκρυ, κατά πρόσωποἔναντα Ποσειδάωνος ἄνακτος ἵστατ' Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ.)
2. κατά τον Ησύχ. «φανερῶς».

Greek Monotonic

ἔναντα: επίρρ., απέναντι, ακριβώς απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο, αντίκρυ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· ἔν. προσβλέπειν νεκρόν, σε Σοφ.· ἔν. ἐλθεῖν, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

ἔναντι, ἐναντίος See also: s. ἄντα and ἀντί.

Middle Liddell

adverb
opposite, over against, face to face, c. gen., Il.; ἔν. προσβλέπειν νεκρόν Soph.; ἔν. ἐλθεῖν Eur.

Frisk Etymology German

ἔναντα: ἔναντι, ἐναντίος
{énanta}
See also: s. ἄντα und ἀντί.
Page 1,509