λογάδην

From LSJ
Revision as of 14:41, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογάδην Medium diacritics: λογάδην Low diacritics: λογάδην Capitals: ΛΟΓΑΔΗΝ
Transliteration A: logádēn Transliteration B: logadēn Transliteration C: logadin Beta Code: loga/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (λογάς)
A picked, of troops, Plu.Oth.6.
2 mostly of stones for building, εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι bringing the stones as they picked them out, Th.4.4, cf. 31, 6.66, D.H.Comp.22.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en tas, en monceau;
2 avec choix.
Étymologie: λογάς, -δην.

German (Pape)

zusammengelesen, zusammengesucht; ἔρυμα ἦν παλαιὸν λίθων λογάδην πεποιημένον Thuc. 4.31, vgl. 6.66; auserwählt, auserlesen, wie man 4.4 λογάδην φέροντες λίθους erkl.; παρέπεμπον λ. ἱππεῖς Plut. Oth. 6. Vgl. Dion.Hal. C.V. p. 22.

Russian (Dvoretsky)

λογάδην: adv.
1 с (тщательным) отбором (φέρειν λίθους Thuc.): λ. ἱππεῖς Plut. отборные всадники;
2 собирая в кучу: ἔρυμα λίθοις λ. διὰ ταχέων ὀρθοῦν Thuc. наспех соорудить укрепление из собранных камней.

Greek (Liddell-Scott)

λογάδην: [ᾰ], ἐπίρρ. (λογὰς) κατ’ ἐκλογήν, ἐπιλέκτως ἐπὶ στρατιωτῶν, Πλουτ. Ὄθων 6. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λίθων πρὸς οἰκοδομήν, ἴδε ἐν λέξ. λογὰς 2.

Greek Monolingual

λογάδην)
επίρρ. κατ' εκλογή, κατ' επιλογή (α. «καὶ τὴν γυναῖκα παρέπεμπον αὐτῷ λογάδην ἱππεῖς ὀχουμένην ἵππῳ κεκοσμημένην ἐπιφανῶς», Πλούτ.
θ. «εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογάς, -άδος + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. δρομάδην, νομάδην)].

Greek Monotonic

λογάδην: [ᾰ], επίρρ. (λογάς), κατ' επιλογή, λέγεται για πέτρες που χρησιμοποιούνται στην οικοδόμηση, σε Θουκ.· κατ' εκλογή, λέγεται για στρατιώτες, σε Πλούτ.

Middle Liddell

λογάς
by picking out, of stones for building, Thuc.; of soldiers, Plut.