τριχῆ

From LSJ
Revision as of 11:53, 18 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Phdr.''" to "Pl.''Phdr.''")

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχῆ Medium diacritics: τριχῆ Low diacritics: τριχή Capitals: ΤΡΙΧΗ
Transliteration A: trichē̂ Transliteration B: trichē Transliteration C: trichi Beta Code: trixh=

English (LSJ)

Adv., common Prose form of
A τρίχα, τριχῇ δασάμενος τὴν πόλιν Hdt.3.39 (though he also uses τρίχα, q.v.); τριχῆ διείλοντο τὰς βασιλείας Isoc.6.21, cf. Pl.Phdr.253c, Str.17.3.1; τριχῆ διαστήσασθαι τῷ λόγῳ πόλιν, διανεῖμαι τὸ στράτευμα, Pl.R. 564c, Lg.683d; τοὺς τοξότας τριχῆ ἐποιήσαντο X.An.4.8.15; νενεμημένων τῶν ἀγαθῶν τριχῆ Arist.EN1098b13.
II in three ways, triply, Pl.Cri.51e, Arr.Tact. 23.1; τριχῆ διαστατός of three dimensions, S.E.P.2.30, Plot.6.1.26, cf. 2.1.6.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en trois, en trois parties, en trois groupes;
2 de trois manières, triplement.
Étymologie: τρίχα¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριχῆ adv., zie τριχῇ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχῆ: и τρῐχῇ adv.
1 натрое, на три части (δάσασθαι τὴν πόλιν Her.; διαστήσασθαί τι Plat.): τοὺς πελταστὰς τ. ποιεῖσθαι Xen. разбивать своих стрелков на три отряда;
2 втрое, втройне (ἀδικεῖν Plat.).

Greek Monolingual

και δ. γρφ. τριχῆ, Α
επίρρ. σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τρίχα (Ι)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. - (πρβλ. τετρ-αχ-)].

Greek Monotonic

τρῐχῆ:I. επίρρ., ο συνήθης τύπος του τρίχα στους πεζογράφους, σε τρία μέρη, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. με τρεις τρόπους, τριπλά, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῑχῆ: ἐπίρρ., ὁ συνήθης παρὰ πεζογράφοις τύπος τοῦ τρίχα· εἰς τρία μέρη, τριχῆ δασάμενος τὴν πόλιν Ἡρόδ. 3. 39 (ἂν καὶ ὁ αὐτὸς ποιεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ τρίχα)· τρ. διείλοντο τὰς βασιλείας Ἰσοκρ. 120Α, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 253C· τρ. διαστήσασθαι, διανεῖμαί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 564C, Νόμ. 683D· τοὺς τοξότας τρ. ἐποιήσαντο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 15· γίγνεται τὸ στράτευμα τρ. αὐτόθι 5. 10, 16· τρ. νενεμῆσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 2. ΙΙ. κατὰ τρεῖς τρόπους, τριττῶς, Πλάτ. Κρίτων 51Ε. - Γράφεται καὶ τριχῇ.

Middle Liddell

common Prose form of τρίχα
I. in or into three parts, Hdt., Xen.
II. in three ways, triply, Plat.

English (Woodhouse)

in three ways

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)