ἀναμοχλεύω

From LSJ
Revision as of 11:45, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμοχλεύω Medium diacritics: ἀναμοχλεύω Low diacritics: αναμοχλεύω Capitals: ΑΝΑΜΟΧΛΕΥΩ
Transliteration A: anamochleúō Transliteration B: anamochleuō Transliteration C: anamochleyo Beta Code: a)namoxleu/w

English (LSJ)

raise by a lever, ἀναμοχλεύω πύλας force open the gates, E.Med. 1317; τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4: metaph. of dislocated limbs, Gal.18 (1).403.

Spanish (DGE)

1 apalancar, levantar con una palanca τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4
arrancar de raíz τὸν σὸν νεοφύτιον SB 7995.25 (III a.C.), (τοὺς πόδας) ἐξ ἁρμῶν ἀναμοχλεύοντες ἐξεμέλιζον LXX 4Ma.10.5, cf. Hsch.s.u. ἀνοχλίζων.
2 abrir, desatrancar πύλας E.Med.1317, τὰ καθ' ᾅδου Epiph.Const.Haer.77.29
fig. τὸν νοῦν Cyr.Al.M.73.428C
de articulaciones dislocadas reducir Gal.18(1).403.
3 fig. ἀ. λόγους pronunciar palabras Gr.Naz.M.38.147A.

German (Pape)

[Seite 198] mit dem Hebel aufbrechen, πύλας Eur. Med. 1317; emporheben, ῄσσαν Luc. Cont. 4; Verborgenes gewaltsam an's Licht ziehen, Heliod.

French (Bailly abrégé)

forcer (une porte) avec un levier.
Étymologie: ἀνά, μοχλεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμοχλεύω:
1 взламывать с помощью лома (πύλας Eur.);
2 срывать с основ, опрокидывать (τὴν Ὄσσαν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμοχλεύω: κινῶ ἢ ἐγείρω διὰ μοχλοῦ, βιάζω, ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, ὥστε ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί ταῦτα κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ.

Greek Monolingual

ἀναμοχλεύω)
ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό
νεοελλ.
εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω
αρχ.
1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια
2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μοχλεύω < μοχλός.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναμόχλευση (-ις)].

Greek Monotonic

ἀναμοχλεύω: μέλ. -σω, ανυψώνω με μοχλό, ανακινώ βίαια, πύλας, σε Ευρ.

Middle Liddell

to raise by a lever, to force open, πύλας Eur.