μιμνήσκω

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμνήσκω Medium diacritics: μιμνήσκω Low diacritics: μιμνήσκω Capitals: ΜΙΜΝΗΣΚΩ
Transliteration A: mimnḗskō Transliteration B: mimnēskō Transliteration C: mimnisko Beta Code: mimnh/skw

English (LSJ)

(not μιμν-ήσκω, v. infr.), fut. μνήσω: aor. ἔμνησα: causal Verb, formed in pres. and impf. from μέμνημαι as πιπράσκω from πέπραμαι:—

   A remind, put in mind, μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός Od.12.38; τινος of a thing, ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος 3.103; τῶν σ' αὖτις μνήσω Il.15.31, cf. 1.407; μηδέ με τούτων μίμνησκ' Od.14.169, cf. Thgn.1123, Theoc.15.36.    II ἔμνασεν ἑστίαν πατρῴαν . . νικῶν recalled it to memory, made it famous, Pi.P.11.13.—Act. is mostly Ep., used once in Trag. (lyr.), E.Alc.878: compds. with ἀνα- or ὑπο- were preferred in Prose.    B Med. and Pass. μιμνήσκομαι, imper. -ήσκεο Il.22.268: Ep. impf. μιμνήσκοντο 13.722 (the pres. only in later Prose, Pl.Ax.368a, D.H.1.13, Plu.2.653b; μέμνημαι serving as pres. in early writers): other tenses are formed from the stem μνη- (v. μνάομαι): fut. μνήσομαι Od.7.192, Sapph.32; μνησθήσομαι Hdt.6.19, E.Med.933, etc.; also μεμνήσομαι Il.22.390, Od.19.581, Hdt.8.62, E.Hipp.1461, Pl.Phlb. 31b, etc.: aor. ἐμνησάμην, inf. μνήσασθαι Od.4.331, Tyrt.12.1, Hdt. 7.39; rare in Trag., as S.OT564; Ep. μνησάσκετο Il.11.566; Trag. also ἐμνήσθην (used by Hom. only in Od.4.118), S.El.373, etc.; Aeol. ἐμνάσθην Sapph.Supp.4.11: pf. μέμνημαι, Aeol. μέμναιμαι Alc. Supp.28.6, in Att. always in pres. sense, as also freq. in Hom.; 2sg. μέμνηαι Il.21.442, μέμνῃ 15.18; imper. μέμνησο, Dor. μέμνᾱσο Epich. 250, etc., Ion. μέμνεο Hdt.5.105; subj. μέμνωμαι -ώμεθα Od.14.168, S.OT49; Ion. -εώμεθα Archil.(?) in PLit.Lond.54.4; opt. μεμνῄμην Il.24.745, -ῇτο Ar.Pl.991 (μεμνῇο, -ῇτο shd. prob. be read for -ῷο or -οῖο, -ῷτο in X.An.1.7.5, Cyr.1.6.3, and μεμνοῖτο is dub. in Crates Com.50); Ep. 3sg. μεμνέῳτο Il.23.361; Dor. 3pl. μεμναίατο Pi. Fr.94; inf. μεμνῆσθαι; Aeol. imper. μέμναισο Sapph.Supp.23.8; part. μεμνημένος: plpf. ἐμεμνήμην Isoc. 12.35; Ion. 3pl. ἐμεμνέατο Hdt.2.104:—remind oneself of a thing, call to mind:—Constr.: sts. c. acc., remember, Τυδέα δ' οὐ μέμνημαι Il.6.222, cf. 9.527, Od.14.168, S.OT1057, Pl.Lg.633d, D.44.7; esp. with relat. clause following, μ. τὸν στόλον ὡς ἔπρηξε Hdt.7.18; μέμνησο δ' ἀμφίβληστρον ὡς ἐκαίνισας A.Ch.492; μ. τὸν Εὐφραῖον, οἷ' ἔπαθεν D.9.61; also μέμνησο ἐκεῖνο, ὅτι . . X.Cyr.2.4.25; μεμνώμεθα ταῦτα περὶ ἀμφοῖν, ὅτι . . Pl. Phlb.31a: more freq. c. gen., φίλου μεμνήσομ' ἑταίρου Il.22.390; τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι Od.19.581; οὐδὲ παῖδος οὐδὲ φίλων τοκήων οὐδὲν ἐμνάσθη Sapph.Supp. l. c., cf. Hdt.8.62, E.Hipp.1461, etc.; also μεμνημένος ἀμφ' Ὀδυσῆϊ Od.4.151; ἀμφὶ Διώνυσον . . μνήσομαι h.Hom. 7.2; περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.192:—Pass., to be remembered (not in early Prose), τὰ παραπτώματα οὐ μνησθήσεται LXX Ez.18.22; αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν Act.Ap.10.31, cf. Apoc.16.19.    2 c. inf., μέμνηντο γὰρ αἰεὶ ἀλλήλοις . . ἀλεξέμεναι Il.17.364; μέμνησο δ' εἴκειν A.Supp.202; μέμνησο δάκνειν, διαβάλλειν Ar.Eq.495; μεμνήσθω ἀγαθὸς ἀνὴρ εἶναι X.An.3.2.39; μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν Pl.Ap. 27b.    3 after Hom., c. part., θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη let him remember that he clothes, Pi.N.11.15; μέμνημαι κλύων I remember hearing, A.Ag.830; μεμνήμεθα ἐλθόντες E.Hec.244; μ. ἀκούσας X.Cyr.1.6.3, etc.: folld. by a relat., μέμνησ', ὅπως εὖ μοι στομώσεις αὐτόν Ar.Nu.1107.    4 abs., ἀφ' οὗ Ἕλληνες μέμνηνται Th.2.8, cf. 5.66: pf. part. μεμνημένος in commands, ὧδέ τις . . μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω let him fight with good heed, let him remember to fight, Il.19.153, cf. 5.263, Hes.Op.422, etc.    II make mention of, c. gen., τῶν νῦν μοι μνῆσαι Od.4.331; Μοῦσαι, μνησαίαθ' ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον (i. e. τῶν, ὅσοι) Il.2.492; also μνήσασθαι περί τινος Hdt.7.39: freq. in aor. Pass. μνησθῆναι, Od.4.118, S.Ph.310; μνησθῆναι περί τινος Hdt. 1.36, cf. 9.45; περί τινος ἔς τινα Th.8.47, cf. 1.10, 37, etc.; μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης D.18.21; μ. τινὸς πρός τινα Lys.1.19: later c. dat. pers., recall to one's memory, remind, ἐμνήσθην σοι καὶ παρόντι περί . . PLille12.1 (iii B. C.), cf. PCair.Zen.122.7, al. (iii B. C.): rarely c. acc., ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί Pi.I.8(7).29: abs., μευ μεμναμένω εἰ φιλέεις με mentioning your name to see if... Theoc.3.28.    III give heed to, πατρὸς καὶ μητέρος Od.18.267; μ. βρώμης give heed to food, 10.177; ὡς μεμνέῳτο δρόμου (v.l. δρόμους) that he might give heed to the running, Il.23.361; μ. χάρμης, δαιτός, σίτου, 4.222, Od.20.246, Il.24.129; μεμνᾶσθαι πολέμου τε καὶ μάχας B.17.58; ἀοιδᾶς Pi.Fr.94. (Aeol. μιμναίσκω (not μιμνᾴσκω) Hdn.Gr.2.79,178; but Ep., Ion., Att. μιμνήσκω without ι, PCair.Zen.15v.35 (iii B. C., ὑπο-), Inscr.Magn.16.27 (early ii B. C., [ἀνα-]), SIG704E18 (Delph., late ii B. C., ὑπο-), Did.in An.Ox.1.196; cogn. with Lat. memini, etc.)

German (Pape)

[Seite 187] (μνα), fut. μνήσω, aor. ἔμνησα, erinnern, mahnen; μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός, Od. 12, 38; τινά τινος, Einen woran, μηδέ με τούτων μίμνησκε, 14, 169, ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος, 3, 103, wie τῶν νῦν μιν μνήσασα Il. 1, 407; Theogn. 1119; ἔμνασε, Pind. P. 11, 13; ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν, Eur. Alc. 889. – Häufig im med. u. pass. (vgl. auch μνάομαι), sich erinnern, gedenken, τινός, τοῦ γὰρ μιμνήσκεται ἤματα πάντα, Od. 15, 54, οὐδέ τι Τρῶες χάρμης μιμνήσκοντο, sie dachten nicht an den Kampf, kämpften nicht, Il. 13, 722; so κοίτοιο καὶ ὕπνου, Ruhe und Schlaf genießen, Od. 20, 138, νόστου, 3, 142, öfter; in Prosa, καὶ ἑτέρων μιμνησκόμενος, Plat. Ax. 368 a; dazu gehört der aor. ἐμνησάμην u. fut. μνήσομαι, ὁππότ' ἐκείνων μνήσομαι, Il. 9, 647, βρώμης, Od. 10, 277, χάρμης, Il. 4, 222 u. ä.; Αἴας μνησάσκετο θούριδος ἀλκῆς, 11, 566, der Stärke gedenken, sich ihrer bedienen, sich wehren; ὅτε μνησαίατο κοίτου, Od. 7, 138; auch μνήσατο γὰρ κατὰ θυμὸν ἀμύμονος Αἰγίσθοιο, 1, 29. Hom. vrbdt auch περὶ πομπῆς μνησόμεθα, Od. 7, 191. – Perf. μέμνημαι, ich habe mich erinnert, ich bin eingedenk, als praes. gebraucht, mit dem opt. μεμνῄμην, Il. 24, 745, u. μεμνῴμεθα, Soph. O. R. 49, μεμνῷο, Xen. An. 1, 7, 5; bei Ar. Plut. 991 schwankt die Lesart zwischen μεμνῇτο u. μεμνῷτο; auch μεμνέῳτο, Il. 23, 361; μεμνώμεθα, conj., Od. 14, 168, wie Plat. Phil. 31 a u. A.; μεμνεώμεθα, Her. 7, 47 (μέμνῃ, = μέμνησαι, Il. 15, 18. 20, 188 Od. 24, 115; auch μέμνηαι, Il. 21, 442; μέμνεο, = μέμνησο, imper., Her. 5, 105; ἐμεμνέατο, = ἐμέμνηντο, plusqpf., Her. 2, 104); dazu gehört als eigenes fut. μεμνήσομαι, ich werde eingedenk sein, Il. 22, 390 Od. 21, 79; Xen. Cyn. 8, 6, 6 u. sonst; von Hom. an überall, gew. c. gen., ἀλλ' ἔτι σῶν μέμνημαι ἐφετμέων, Il. 5, 818, öfter; Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, Pind. P. 9, 88; Διὸς μεμναμένος, N. 7, 80; μέμνησθ' Ἀθηνῶν, Aesch. Ag. 804; a. Tragg.; Ar. u. in Prosa, μέμνεο τῶν Ἀθηναίων, Her. 5, 105; σὺ οὖν τῶν εἰρημένων μέμνησο, Plat. Phaedr. 234 b; Folgde. – Auch c. accus., Τυδέα οὐ μέμνημαι, ἐπεί μ' ἔτι τυτθὸν ἐόντα κάλλιπε, Il. 6, 222; μέμνημαι τόδε ἔργον, 9, 527, vgl. Od. 24, 122; μέμνησθ' ἃ ἐγὼ προλέγω, Aesch. Prom. 1073, vgl. Ch. 485 Suppl. 202; Soph. O. R. 1057; in Prosa häufig; Her. 7, 18; εἴπερ μεμνήμεθα τὰ κατ' ἀρχὰς λεχθέντα, Plat. Soph. 265 b; τοὺς λόγους, Legg. I, 633 d, öfter, wie Folgde; absolut, ἀφ' οὗ Ἕλληνες μέμνηνται, seit Menschengedenken, Thuc. 2, 8. – Andere Verbindungen sind ἀμφί τινι, Od. 4, 151, H. h. 6, 1, περί τινος, Od. 7, 192, s. unten; – c. inf., Il. 17, 364; μέμνησο δ' εἴκειν, Aesch. Suppl. 199; μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν, Plat. Apol. 27 b; μεμνήσθω ἀνὴρ ἀγαθὸς εἶναι, er denke daran, sich als braven Mann zu zeigen, Xen. An. 3, 2, 39; – auch mit ὅτι, Plat. Prot. 323 e u. sonst; – häufig c. partic.; Eur. Hec. 244; μέμνημαι δ' ἔγωγε καὶ παῖς ὢν Κριτίᾳ τῷδε ξυνόντα σε, Plat. Charmid. 156 a; μέμνημαι ἀκούσας σου, ich erinnere mich gehört zu haben, Xen. Cyr. 1, 6, 3; ἐμέμνητο εἰπών, 3, 1, 31; Folgde; ἄνθρωπος ὢν μέμνησ' ἀεί, Men., denke immer daran, daß du ein Mensch bist. – Wörtlich gedenken, erwähnen, Erwähnung thun; im aor. med., τῶν νῦν μοι μνῆσαι καί μοι νημερτὲς ἐνίσπες, Od. 4, 331. 765 Il. 2, 492, wie Soph. O. R. 564; häufiger im aor. pass., ἠέ μιν αὐτὸν πατρὸς ἐάσειε μνησθῆναι, Od. 4, 118; οὐδ' ἂν ἐμνήσθην ποτέ, Soph. El. 365; Phil. 310; Eur. El. 745; auch μνησθήσομαι, Med. 933; τούτου μηκέτι μνησθῇς, Her. 7, 159; Phot. oft u. Folgde; auch c. accus., Her. 2, 20; ἐὰν μνησθῶ τὰ ἔπη, Plat. Ion 537 a; häufig περί τινος μνησθῆναι, Her. 2, 36, ἐπειδὰν δέ τις περὶ Ὁμήρου μνησθῇ, Plat. Ion 532 c, οἴομαί σέ που μνησθήσεσθαι παιδοποιΐας πέρι, Rep. V, 449 d; vgl. Lys. 3, 45; Dem. 33, 6; μεμνῆσθαι περί τινος ὀνομαστί, 24, 132. – Vgl. übrigens μνάομαι.