στίγμα
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
ατος, τό,
A tattoo-mark, Hdt.5.35, Arist.HA585b33, GA721b32, IG42(1).121.48, al. (Epid., iv B.C.), Polyaen.1.24; σ. ἱρά, showing that the persons so marked were devoted to the service of the temple, Hdt. 2.113; esp. of a slave, Pl.Com.187, Ps.-Phoc.225, Cod.Theod.10. 22.4; or a soldier, ibid., Aët.8.12; στίγματα ἐξαίρει βατράχειον καταπλασθέν Dsc.Eup. 1.110: so metaph., σ. Ἰησοῦ Ep.Gal.6.17 (pl.); ἀνωφελῆ σ., of inscribed laws, D.Chr.80.5. 2 generally, mark, spot, as on the dragon's skin, Hes.Sc.166, cf. Paus.8.2.7, 8.4.7. 3 stud, LXX Ca.1.11. 4 σ. χρυσοῦν colour of gold, Ps.Democr. ap.Zos.Alch.p.119 B., cf.p.126 B. 5= cicatricis signum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 943] τό, der Stich, der. mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Arist. H. A. 7, 6, – Zeichen, Brandmal, Her. 7, 233; – von den Flecken auf der Haut des Drachen Hes. Sc. 166, wo Herm. στιγμαί lesen will.
Greek (Liddell-Scott)
στίγμα: τό, (στίζω) τὸ κέντημα τῆς αἰχμῆς ὀξέως ἐργαλείου, σημεῖον ὅπερ ἀφίνει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· στ. ἐγγράφειν κεφαλῇ Πολύαιν. 1. 24· μάλιστα δὲ σημεῖον ἀνεξίτηλον διὰ καυτηριασμοῦ, στ. ἱρά, δεικνύοντα ὅτι οἱ φέροντες αὐτὰ ἀνῆκον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ναοῦ, Ἡρόδ. 2. 113, πρβλ. 5. 35 καὶ ἴδε στίζω· μάλιστα ἐπὶ δρεπάνου δούλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 2 (πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Γαλ. Ϛ΄, 17). 2) καθόλου, σημεῖον, οἷον ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δράκοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 166 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. προκρίνει τὴν γραφὴν στιγμαὶ δ᾿ ὡς ἐπέφαντο .. κυάνεαι κατὰ νῶτα).