ἐπισκήπτω
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
pf.
A ἐπέσκηφα D.L.1.117:—make to lean upon, ἐς δὲ παῖδ' ἐμὸν Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων made it fall upon him, A.Pers.740(troch.); ἐ. χάριν τινί impose it upon, S.Aj.566. 2. intr., fall upon, like lightning, πρᾶγμα δεῦρ' ἐπέσκηψεν it came to this point, A.Eu.482; νόσος ἐπέσκηψεν πολλή (v.l.ἐν-) Plu.Thes.15; ᾧ ἂν ἔρως ἐπισκήψῃ Id.2.767d, cf. 701c; αὐτῷ ὁ θάνατος Philum.Ven.31.3. II. lay it upon one to do a thing, c. dat. pers. et inf., μοῖρ' ἐπέσκηψε Πέρσαις πολέμους διέπειν A.Pers.103 (lyr.), cf.S.OT252: folld. by imper., ib.1446: less freq. c.acc. et inf., E.Alc.365; τοῖσι πλησιοχώροισι ἐ. κελεύοντας προπέμπειν Hdt.4.33: inf. can freq. be supplied, τοσοῦτον δή σ' ἐπισκήπτω (sc.ποιεῖν) thus much I command thee to do, S.Tr.1221; so πρὸς δεξιᾶς σε τῆσδ' ἐπισκήπτω τάδε E.IT701: pers. is freq. omitted, ἐ. (sc. ὑμῖν) τὸν . . φόνον ἐκπρήξασθαι Hdt.7.158; βάξις ἐπισκήπτουσα . . ἔξω δόμων . . ὠθεῖν ἐμέ A.Pr.664; ἐπέσκηψε . . εἶρξαι Αἴαντα S.Aj.752, cf. Antipho 1.1; also ἐ. περί τινος E.IT1077. 2. esp. conjure a person to do a thing, ὑμῖν τάδε ἐπισκήπτω . . μὴ περιιδεῖν Hdt.3.65; τινὶ πρὸς τῶν θεῶν And.1.32; κλαίοντας, ίκετεύοντας . . έπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν ἀλιτήριον στεφανοῦν Aeschin.3.157, cf. Th.2.73, etc.; of the curses or orders of dying persons, μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσῃσι... μὴ πειρωμένοισι Hdt.3.73, cf. Lys.13.92, D.28.15, 36.32. 3. γᾷ ἐπισκήπτων χέρα resting hand on earth, i.e.calling earth to witness, B.7.41: abs., γᾷ -σκήπτων πιφαύσκω Id.5.42. III. as Att. law-term, generally in Med., denounce a person, so as to begin a prosecution for perjury (cf. ἐπίσκηψις 11), διεμαρτύρησε οὑτοσί . . · ἐπισκηψαμένων δ' ἡμῶν . . ἡ . . δίκη τῶν ψευδομαρτυριῶν εἰσῄει, i.e.a διαμαρτυρία was entered . . : we replied by an ἐπίσκηψις . ., and the action for false witness was brought on, Is.5.17; in full, ἐ. τινὶ ψευδομαρτυριῶν D.29.7; ᾗ (sc. τῇ θεῷ) οὐδὲ ψ. θέμις ἐστὶν ἐ. Aeschin.1.130; ἐ. ταῖς μαρτυρίαις D.47.1, cf. Is.3.11; ἐ. [τῇ μαρτυρίᾳ] ὡς ψευδεῖ οὔσῃ denounce it as false, Din.1.52:—also in Act., Pl.Tht.145ccodd., Jul. Or.6.186b:—hence Pass., ἐὰν ἐπισκηφθῇ τὰ ψευδῆ μαρτυρῆσαι Pl.Lg. 937b: generally, πρὸς τῆς θανούσης . . ἐπεσκήπτου wast denounced, accused, S.Ant.1313:—so in Act., blame, τινί Jul.Or.7.239a.
German (Pape)
[Seite 978] 1) darauf stämmen, darauf lasten od. wuchten lassen, daraufwerfen, ἐς δὲ παῖδ' ἐμὸν Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων Aesch. Pers. 726; ἐπέσκηψε Πέρσαις πολέμους διέπειν, verhängte über sie, 104. Dah. Jemandem auferlegen, auftragen, befehlen oder dringend, bittweise, ans Herz legen, βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ σαφῶς ἐπισκήπτουσα καὶ μ υθουμένη Aesch. Prom. 667; ὑμῖν πάντα ταῦτ' ἐπισκήπτω τελεῖν Soph. O. R. 252; ὑμῖν κοινὴν τήνδ' ἐπισκ. χάριν Ai. 563; πόλει καὶ σοὶ ταῦτα Eur. Phoen. 781, mit doppeltem acc., ἐπισκήπτω σε τάδε, ich bitte dich darum, I. T. 683, wie τοσοῦτον δή σ' ἐπισκήπτω Soph. Tr. 1211; mit dem acc. der Person u. folgdm inf., wie κελεύειν Eur. Alc. 372; vgl. Her. 4, 33; in Prosa bes. von den Wünschen u. Verfügungen Sterbender, ὑμῖν τάδε ἐπισκήπτω, τοὺς θεοὺς ἐπικαλέων μὴ περιϊδεῖν Her. 3, 65, vgl. 7, 158; μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσῃσι τελευτῶν τὸν βίον μὴ πειρωμένοισι ἀνακτᾶσθαι τὴν ἀρχήν, was er den Persern anwünschte, wenn sie nicht versuchten, 3, 73; ἐπισκήψαντος τοῦ πατρὸς ἐπεξελθεῖν τοῖς φονεῦσι Antiph. 1, 1; αὐτοῖς μηδένα ἐάσειν Is. 9, 19; Lys. 13, 4. 41; ἃ οἱ πατέρες ἡμῖν ἐπέσκηπτον ἀπαγγέλλειν Plat. Menez. 246 c; auch mit Schwurformeln, ἔπισκήπτω ὑμῖν πρὸς θεῶν Andoc. 1, 32, wie beschwören; so abdt Aesch. κλαίοντας, ἱκετεύοντας –, ἐπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν ἀλιτήριον στεφανοῦν 3, 157; ἐπισκήπτουσιν ὑμῖν πρὸς τῶν ὅρκων μηδὲν νεωτερίζειν, sie beschwören euch bei den Eiden, Thuc. 2, 73; 3, 59; θεοὺς καὶ δαίμονας D. Hal. 10, 11; τὶ περί τινος, Luc. D. M. 13, 2; διὰ γραμμάτων Plut. Them. 9. – 2) med. sich worauf stützen, sich worauf berufen, μάρτυρι Dem. 34, 28, wo Becker das simplex σκήπτει hergestellt hat; – sich auflehnen gegen Einen, bes. in der attischen Gerichtssprache Klage führen, gegen falsches Zeugniß, μαρτυρίᾳ Is. 3, 11; τοῖς μεμαρτυρηκοσι ib. 66; τούτοις οὐκ ἐπεσκήψατο δηλονότι τἀληθῆ μεμαρτυρηκότας εἰδώς Dem. 29, 33; ἐπισκήπτεσθαι ὅλῃ τῇ μαρτυρίᾳ καὶ μέρει Plat. Legg. XI, 937 b, der auch pass. sagt ἐὰν ἐπισκηφθῇ τὰ ψευδῆ μαρτυρῆσαι, ibid.; Dem. abdt οὐδ' ᾗ τινι τῶν ψευδομαρτυριῶν ἐπεσκήψατο (sc. μαρτυρίᾳ), er brachte keine Anklage des falschen Zeugnisses gegen seine Aussage vor, 29, 7; wegen Mordes Klage erheben, ἐπεξιέναι καὶ ἐπισκήπτεσθαι φόνου τῷ πατρί Plat. Euthyphr. 9 a; – ὁ ἐπιβουληθεὶς οὐκ ἐτόλμησε ἐπισκήψασθαι εἰς ὑμᾶς Lys. 3, 39. So auch im act., Plat. Theaet. 145 c. – Pass., wie bei Plat. oben, Soph. αἰτίαν πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ' ἐπεσκήπτου μόρων Ant. 1297, du wirst beschuldigt, Schuld zu haben. – 3) intr., mit Gewalt darauf niederstürzen, dagegen hervorbrechen, ἐπεὶ δὲ πρᾶγμα δεῦρ' ἐπέσκηψεν τόδε Aesch. Eum. 460; Sp.; νόσος ἐπέσκηψε Plut. Thes. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκήπτω: μέλλ. -ψω: πρκμ. ἐπέσκηφα, Διογ. Λ. 1. 118: Κάμνω τι νὰ πέσῃ ἐπί τινος, ἐς δὲ παῖδ’ ἑμὸν Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 740· ἀναθέτω, ὑμῖν τε κοινὴν τὴν τήνδ’ ἐπισκήπτω χάριν Σοφ. Αἴ. 566. 2) ἀμετάβ., ἐπιπίπτω ὡς κεραυνός, Λατ. ingruere, invadere, πρᾶγμα δεῦρ’ ἐπέσκηψεν, κατήντησεν εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 482· νόσος ἐπέσκηψε πολλὴ Πλουτ. Θησ. 15· ᾧ ἂν ἔρως ἐπισκήψῃ ὁ αὐτ. 2. 767D, πρβλ. 701Β. ΙΙ. ἐπιβάλλω, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., θεόθεν γὰρ κατὰ μοῖρ’ ἐκράτησεν τὸ παλαιόν, ἐπέσκηψε δὲ Πέρσαις πολέμους… διέπειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 104· κελεύω, Σοφ. Ο. Τ. 252, 1446, Ἀντιφῶν 111. 36, Θουκ. 2. 73· σπανιώτερον μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ἡρόδ. 4. 33, Εὐρ. Ἀλκ. 365· τὸ ἀπαρ. συχνάκις ἐξυπακούεται, τοσοῦτον δὴ σ’ ἐπισκήπτω (ἐξυπ. ποιεῖν) Σοφ. Τρ. t223· οὕτω, πρὸς δεξιᾶς τσε τῆσδ’ ἐπισκήπτω τάδε Εὐρ. Ι. Τ. 701· τὸ πρόσωπον συχνάκις ὡσαύτως παραλείπεται, ἐπ. (ἐξυπακ. ὑμῖν) τόν... φόνον ἐκπρήξασθαι Ἡρόδ. 7. 158· ἐπισκήπτουσα… ἔξω δόμων… ὠθεῖν ἐμὲ Αἰσχύλ. Πρ. 664· ἐπέσκηψε... εἶρξαι Αἴαντα Σοφ. Αἴ. 752· ὡσαύτως, ἐπ. περί τινος Εὐρ. Ι. Τ. 1077. 2) ἰδίως, ἐξορκίζω τινὰ νὰ κάμῃ τι, ὑμῖν τάδε ἐπισκήπτω… μὴ περιϊδεῖν Ἡρόδ. 3. 65· κλαίοντας, ἱκετεύοντας, ἐπισκήπτοντας μηδενὶ τρόπῳ τὸν ἀλιτήριον στεφανοῦν Αἰσχίν. 76. 6, πρβλ. Θουκ. 2. 73, κτλ.· ἐπὶ τῶν διαταγῶν ἢ παραγγελιῶν τῶν ἀποθνησκόντων, μέμνησθε τὰ ἐπέσκηψε Πέρσῃσι τελευτῶν τὸν βίον μὴ πειρεομένοισι Ἡρόδ. 3. 73, πρβλ. Λυσ. 138. 40, Δημ. 840. 15., 954. 15. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, καθόλου ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, καταγγέλλω τινὰ καὶ κινῶ ἀγωγὴν κατ’ αὐτοῦ ἐπὶ ψευδομαρτυρίᾳ (ἴδε ἐπίσκηψις ΙΙ), διεμαρτύρησεν οὑτοσὶ… ἐπισκηψαμένων δ’ ἡμῶν… ἡ… δίκη τῶν ψευδομαρτυριῶν εἰσῄει, ὃ ἐ. ἐκίνησέ τις καθ’ ἡμῶν διαμαρτυρίαν· ἡμεῖς δὲ ἀπηντήσαμεν δι’ ἐπισκήψεως…, καὶ ἐκινήσαμεν ἀγωγὴν ἐπὶ ψευδομαρτυρία, Ἰσαῖος 52. 19· πλῆρες, ἐπ. τινὶ ψευδομαρτυριῶν Δημ. 846. 29, πρβλ. 1139. 7, Αἰσχίν. 18. 27· ὡσαύτως ἁπλῶς, ἐπ. τινι Ἰσαῖος 39. 13· καί, ἐπ. τῇ μαρτυρίᾳ ὡς ψευδεῖ οὔσῃ, ἀποκηρύττειν αὐτὴν ὡς ψευδῆ, Δείναρχ. 96. 42: ― ὡσαύτως ἐπὶ ἑτέρων ἐγκλημάτων, οἷον φόνου, ἐπ. τινὶ φόνου Πλάτ. Εὐθύφρων 9Α, πρβλ. Νόμους 871Ε· ἐπ. εἰς ὑμᾶς, ποιεῖν καταγγελίαν, καταγγέλλειν ἐνώπιον ὑμῶν, Λυσ. 99. 38: ― αὕτη ἡ ἔννοια ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., Πλάτ. Θεαίτ. 145C· ἐντεῦθεν τὸ Παθ., ἐὰν ἐπισκηφθῇ τὰ ψευδῆ μαρτυρῆσαι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 937C· καθόλου, πρὸς τῆς θανούσης… ἐπεσκήπτου, κατηγγέλλου κατηγορεῖσο, Σοφ. Ἀντ. 1313· ἴδε Att. Process. σ. 385. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισκήπτει· σημειοῦται, μέμφεται, προνοεῖται. ἐντέλλεται, ἐπιτιμᾷ».