τεχνικός
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
English (LSJ)
ή, όν, of persons,
A artistic, skilful, workmanlike, Epich. 171.11, Pl.Smp.186c, etc.; τ. περί τινος Id.Tht.207c; περί τι Id.La. 185e, etc.; εἴς τι ib.d; esp. of rhetoricians and grammarians, τ. λόγων πέρι Id.Phdr.273e; οἱ περὶ τοὺς λόγους τ. ib.a; ὁ τ. τε καὶ ἀγαθὸς ῥήτωρ Id.Grg.504d; Comp., more proficient in one's craft, Phld. Mus.p.74 K.; opp. θεωρητικός, practical, Arist.EN1180b20; τ. περὶ τὸν βίον Id.HA622b23 (Comp., v.l. Sup.); τ. τὴν ψυχήν Id.Pol. 1327b27; τ. ὄμματα Ael.VH14.47; τ. πόημα Phld.Po.5.20; τὸ τ. technical excellence, ib.2.55; τ. ἐνέργειαι, οἷον αὐλεῖν ἢ σαλπίζειν ἢ κιθαρίζειν Gal.6.323; later, οἱ τεχνικοί the grammarians, Sch.D.T. p.4 H.; ὁ τ. freq. of Hdn.Gr., Choerob. in Theod.1.142 H., al.; also of D.T., Sch.D.T.p.204 H. b φύσις = πῦρ τεχνικόν, Zeno Stoic.1.34; τὸν τ. νοῦν the mind of the Great Designer, Theol.Ar.58; δύναμίς τις . . ἣν . . τεχνικὴν εἶναι λέγομεν Gal.Nat.Fac.1.6. 2 artful, cunning, Plb.16.6.6. II of things, artificial, opp. αὐτόματος, Thphr. Lap.55; τ. ὕδατα an artificial water-supply, Gal.17(2).183. Adv. -κῶς ibid. 2 done by rules of art, technical, systematic, τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τ. Pl.Phdr.273b; ἡ περὶ τὸν πόλεμον ἀγωνία τ. Id.R.374b, cf. Euthphr.14e; πραγματεῖαι τ. Id.Grg.501b, etc.; ἡ τ. παιδεία Arist.Pol.1341b9; ἔχειν τὸ τ. περί τι to be technically employed upon... Id.Rh.1355b35, cf. Ph.193a32. III Adv. -κῶς according to the rules of art, τ. εἰργας μένα, πεποιημένα, Pl.Chrm. 173c, Isoc.2.44; τ. ἐξηύρηται Pl.Euthd.303e; τ. ἔχειν Id.Phdr.271c; τ. πολιτεύεσθαι Isoc.3.52; ὁ δυνάμενος . . τεκμαίρεσθαι τ. Gal.18(2).257.
German (Pape)
[Seite 1103] künstlich, zur Kunst gehörig, die Kunst betreffend, auch wissenschaftlich, und ὁ τεχνικός, der in der Kunst erfahren ist, bes. der Lehrer der Rhetorik und Grammatik; οὐποτ' ἔσται τεχνικὸς λόγων πέρι, Plat. Phaedr. 273 e; οἱ περὶ τοὺς λογους τεχνικοί, ib. a; ὁ τεχνικός τε καὶ ἀγαθὸς ῥήτωρ, Gorg. 504 d; οὐ γάρ ποο τεχνικόν γ' ἂν εἴη, es wäre unklug, Euthyphr. 14 e; τεχνικὸν καὶ ἐπιστήμονα περὶ ἁμάξης οὐσίας, Theaet. 207 c; τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικόν, Phaedr. 273 b, u. öfter. – Adv. τεχνικῶς, kunstgemäß; εἰ μέλλει τεχνικῶς ἔχειν, Plat. Phaedr. 271 c; τεχνικῶς εἰργασμένα, Charm. 173 b; Xen. An. 5, 9, 5; listig, τεχνικόν τι, Pol. 16, 6, 6.
Greek (Liddell-Scott)
τεχνικός: -ή, -όν, (τέχνη) ἐπὶ προσώπων, ἐπιδέξιος, δεξιός, ἠσκημένος, Ἐπίχ. 95. 11 Ahr., Πλάτ. Συμπ. 186C, κλπ.· τ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 207C, Λάχ. 185Ε, κλπ.· εἴς τι αὐτόθι D· μάλιστα ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλων καὶ γραμματικῶν, τεχνικὸς λόγων πέρι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 273Α· οἱ περὶ τοὺς λόγους τ. αὐτόθι Α· ὁ τεχν. τε καὶ ἀγαθὸς ῥήτωρ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 504D· ἀντίθετον τῷ θεωρητικός, πρακτικός, ἐμπειρικός, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 16· τ. περὶ τὸν βίον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 9. 38, 1· τ. τὴν ψυχὴν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 7. 7, 2· τ. ὄμματα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 47. 2) πλήρης τεχνασμάτων, πανοῦργος, Πολύβ. 16. 6, 6, ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τεχνητός, διὰ τέχνης πεποιημένος, ἀντίθετον τῷ αὐτοφυής, Θεοφρ. π. Κίθ. 55. 2) ὁ δεξιῶς πεποιημένος, μετὰ τέχνης εἰργασμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 830. 3) ὁ κατὰ τέχνην ἢ ἐντέχνως πεποιημένος, συστηματικός, κανονικός, τακτικός, τοῦτο σοφὸν εὑρὼν ἅμα καὶ τεχνικὸν Πλάτ. Φαῖδρ. 273Β· οὐ τ. ἐστί τ., δὲν εἶναι ἀντικείμενον τέχνης, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 374Β, πρβλ. Εὐθύφρονα 14Β· τ. πραγματεία ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Β, κλπ.· ἡ τ. παιδεία Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 15· ἔχειν τὸ τ. περί τι ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 1. 2, 1, πρβλ. Φυσ. 2. 1, 9. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, ἐντέχνως, τεχνηέντως, τ. εἰργασμένον, πεποιημένον Πλάτ. Χαρμ. 173C, Ἰσοκρ. 23C· τ. ἐξεύρηται Πλάτ. Εὐθύδ. 303Ε· τ. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 271C· τ. πολιτεύεσθαι Ἰσοκρ. 37Ε, κ. ἀλλ.