φοίνιος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Pi.I.4(3).35(53):—poet.Adj., used for φόνιος, when the first syll. is to be long,
A of or like blood, blood-red, αἷμα Od.18.97, A.Th.737(lyr.), S.Ph.783; δρόσος A.Ag.1390; φ. στάλαγμα, i. e. blood, S.Ant.1239. II bloody, blood-stained, φ. ἀλκά, of Ajax, Pi.l.c.; φ. ξυνωρίς, prob. of public and private loss, A.Ag.643; χεὶρ φ. S.Aj.772; χεῖρες Id.OT466 (lyr.); κοπίς prob. for κόνις in Id.Ant. 601 (lyr.). 2 bloody, murderous, Σκύλλα A.Ch.614(lyr.); πέπληγμαι . . δήγματι (prob. δάκει) φοινίῳ Id.Ag.1164 (lyr.), cf. 1278; φ. Ἄρης S.El.96 (anap.); ἔχιδνα Id.Tr.770: metaph., φ. σάλος, of pestilence, Id.OT24, cf. Aj.352.—Rare in Com., Ar.Th.694.
German (Pape)
[Seite 1296] dreier, auch zweier Endgn, blutroth, dunkelroth; αἷμα Od. 18, 97, wie Aesch. Spt. 719; Soph. Phil. 772; dah. mit Blut, Mord besudelt, ξυνωρίς Aesch. Ag. 629; πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Ch. 24; χεῖρα φοινίαν Soph. Ai. 759, u. öfter; auch φλέβες, Ar. Th. 694; auch = blutdürstig, mörderisch, ἀλκά Pind. I. 3, 53, Σκύλλα Aesch. Ch. 605, Ἄρης Soph. El. 96; Eur. Phoen. 1013 I. A. 775 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
φοίνιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Πινδ. Ι. 4 (3). 59· (φοινός) Ποιητ. ἐπίθ. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φόνιος, ὁσάκις ἡ πρώτη συλλαβὴ πρέπει νὰ ᾖ μακρά, αἱματόεις, ὅμοιος αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, κόκκινος, αἷμα Ὀδ. Σ. 97, Αἰσχύλ. Θήβ. 737, Σοφ. Φιλ. 783· δρόσος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1390· φ. στάλαγμα, δηλ. αἷμα, Σοφ. Ἀντ. 1239. ΙΙ. αἱμοχαρής, φοίνιον ἀλκάν, «τὴν φονίαν, τὴν πολεμικὴν» (Σχόλ.), ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· φ. ξυνωρίς, ἡ δημοσία καὶ ἡ ἰδιωτικὴ ἀπώλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 643 χεὶρ φ. Σοφ. Αἴ. 722· χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 466· κοπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 601· κέντρα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 840. 2) αἱμοδιψής, αἱμοβόρος, φονικός, Σκύλλα Αἰσχύλου Χο. 614· πέπληγμαι... δήγματι φοινίῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1164, πρβλ. 1278 φ. Ἄρης Σοφ. Ἠλ. 99· ἔχιδνα ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 770· ― φ. σάλος, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ λοιμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Τυρ. 24, πρβλ. Αἴαντα 351. ― Σπάνιον παρὰ τοῖς κωμικ., ὡς παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 694.
French (Bailly abrégé)
α ou poét. ος, ον :
1 d’un rouge de sang, d’un rouge sombre;
2 couvert de sang, ensanglanté, sanglant;
3 qui verse le sang, sanguinaire, meurtrier.
Étymologie: φοινός.
English (Autenrieth)
(φόνος): (blood) red, Il. 18.97†.
English (Slater)
φοίνῐος n. s. acc. pro adv.,
1 bloodily ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾦ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (alii post φοίνιον distinxerunt: “feriendo cruentavit,” Madvig) (I. 4.35)
English (Slater)
φοίνῐος n. s. acc. pro adv.,
1 bloodily ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾦ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (alii post φοίνιον distinxerunt: “feriendo cruentavit,” Madvig) (I. 4.35)