διαπλέκω
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
A weave, plait, σάνδαλα h.Merc.80; opp. διαλύω, Hdt.4.67; τὰ τὸν ὄσχεον διαπλέκοντα σώματα Paul.Age.6.62: metaph., θρῆνον δ. Pi.P.12.8; ἀγὰν πάγχυ δ. to try every twist, wind all ways, ib.2.82:—Med., διαπλέξασθαι κόμας plait one's hair, Aristaenet.1.25: —Pass., ψυχὴ διαπλακεῖσα interwoven [with matter]... Pl.Ti.36e, cf. Plot.1.1.3. II metaph., διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ finish the web of one's life, Hdt.5.92.ζ; δ. βίοτον λιπαρῷ γήραϊ Pi.N.7.99; ἁμέραν prob. in Alcm.23.38; ἀσκητικόν τινα βίον Pl.Lg.806a, cf. Com.Adesp.231: without βίον, δ. ζῶν ἡδέως Ar.Av.754.
German (Pape)
[Seite 595] (διαπέπλοχε Hippocr.), 1) dazwischen-, durch-, verflechten, θαυματὰ ἔργα, von Flechtwerk, H. h. Merc. 80; τὴν φιλύρην Her. 4, 87; übertragen, ἀγὴν δ., Winkelzüge machen, Pind. P. 2, 82; θρῆνον δ., einen Klagegesang kunstvoll anlegen, 12, 8; βίοτον λιπαρῷ γήραϊ N. 7, 99. – Med., διαπλεξαμένη τὰς κόμας Aristaen. 1, 25. – 2) übertr., βίον, das Leben hinbringen, Ar. Av. 754; Plat. Legg VII, 806 a; p. bei Ath. X, 458 b. Aber bei Her. 5, 92, 6 = zu Ende flechten, endigen. – 3) auseinanderflechten, ausdehnen, ἐκ μέσου ἐς ἔσχατον οὐρανὸν διαπλακεῖσα Plat. Tim. 36 e; στρατόν, auseinanderziehen, Plut. Anton. 46.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλέκω: μέλλ. -ξω, πλέκω ὁμοῦ, συμπλέκω, διέπλεκε θαυματὰ ἔργα, ἔκαμνε θαυμαστὰ πλεκτὰ ἔργα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 67· ― μεταφ., θρῆνον δ. Πίνδ. Π. 12. 14· ἄγαν πάγχυ δ., δοκιμάζω πᾶν πλέξιμον, πάντα τρόπον, αὐτόθι 2. 153 (ἴδε ἐν λ. ἀγὴ 3). ― Μέσ., διαπλέξασθαι κόμην, πλέκω τὴν κόμην μου, Ἀρισταίν. 1. 25. ― Παθ., ψυχή διαπλακεῖσα, συμπλεχθεῖσα [[[μετὰ]] τῆς ὕλης]…, Πλάτ. Τιμ. 36Ε. ΙΙ. δ. τὸν βίον, 1) ὡς τὸ καταπλέκω ΙΙ. Λατ. pertexere vitam, διαπλέξαντος τὸν βίον εὖ, ἀφοῦ ἐτελείωσε καλῶς τὸν βίον του, Ἡρόδ. 5. 92, 6 (διάφ. γραφ. διαπλεύσαντος, πρβλ. διαπλέω, ἀλλ’ ἴδε ὡσαύτως καταπλέκω)· οὕτω καὶ δ. βίοτον λιπαρῷ γήραϊ Πίνδ. Ν. 7. 146. 2) ἁπλῶς, διέρχομαι τὸν βίον, ζῶ, Πλάτ. Νόμ. 806Α· καὶ ἄνευ τοῦ βίον, δ. μετ’ ὀρνίθων Ἀριστοφ. Ὄρν. 754.
French (Bailly abrégé)
I. (διά, en séparant) défaire un pli ou un tissu ; disjoindre, couper : στρατόν PLUT une armée;
II. (διά, à travers);
1 tresser, tisser;
2 tresser jusqu’au bout : δ. τὸν βίον εὖ HDT litt. mener à bon terme la trame de sa vie, càd finir heureusement sa vie.
Étymologie: διά, πλέκω.