κάρα
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
(A), Ep.and Ion. κάρη [ᾰ], τό, poet. for κεφαλή, Luc.Lex.5:—
A head, of men or animals, πολιόν τε κάρη πολιόν τε γένειον Il.22.74; ὑψοῦ κάρη ἔχει [ἵππος] 6.509; περὶ πόδα περὶ κάρα from head to foot, A.Eu. 165 (lyr.): metaph., ἐν δ' ἐμῷ κάρᾳ θεός μ' ἔπαισεν S.Ant.1272, cf. OC 564; of the face, γέλωτι φαιδρὸν κ. Id.El.1310; μου κ. τὸ δυσπρόσοπτον Id.OC285. 2 peak, top, κάρη νιφόεντος Ὀιύμπου Hes.Th.42; of a tree, S.Fr.23; edge, brim of a cup, Eub.56.6. 3 in Trag., as periphr. for a person, Οἰδίπου κάρα, i.e. Οἰδίπλους, S.OT40, 1207 (lyr.); αὐτάδελφον Ἰσμήνης κ. Id.Ant.1; ὦ κασίγνητον κ., for ὦ κασίγνητε, Id.El.1164; ὦ φίλον κ. Id.OC1631; φίλον κ. A.Ag.905.--Hom. uses nom. acc. κάρη, gen. dat. κάρητος, κάρητι, Od.6.230, Il.15.75; also καρήατος, καρήατι, 23.44, 19.405, nom. pl. καρήατα 11.309 (whence was formed nom. sg. κάρηαρ, Antim.76); acc. pl. κάρη Il.10.259 (but perh. sg.), nom. acc. pl. κάρᾱ Sannyr.3, perh. S.Ant.291; κάρᾰ ἐξεπεφύκει h.Cer. 12; dat. pl. κάρησι f.l.in Tryph.602:—post-Homeric Poets inflected κάρη as if it were of decl. 1, gen. κάρης Mosch.4.74, Call.Fr.125; dat. κάρῃ Thgn.1024, Nic.Th.249; acc. κάρην D.P.562, Nic.Th.131; Trag. dat. κάρᾳ with neut. Prons., A.Ch.230, etc.; late acc. κάραν Anacreont. 50.9. (Cf. Skt. śiras(neut.) 'head', gen. śīr[snull ]ṇás, abl. śīr[snull ]atás: κάρηνα (fr. κᾰρᾰσ-ν-α) and κράατα (perh. fr. κρᾱς-ṇ-τα) are forms of this word, v. κάρηνον, κράς, κρανίον: cogn. with Lat. cerebrum (fr. ceres-ro-), ONorse hjarne 'brain', and prob. κέρας, κόρση.)
κάρα (B), ἡ,
A tame goat (Cret.), Hsch.; also, fig, Id. καραβαία· δίκρουν ξύλον, Id.
German (Pape)
[Seite 1325] τό, ion. u. ep. κάρη, nur im nom. u. acc., das Haupt; πολιόν τε κάρη, πολιόν τε γένειον Il. 22, 74; μηκέτ' ἔπειτ' Ὀδυσῆϊ κάρη ὤμοισιν ἐπείη 2, 259; von Pferden, 6, 509; ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισι, das Haupt der Medusa, Pind. P. 10, 46; Tragg., οὔ φημ' ἀλύξειν ἐν δίκῃ τὸ σὸν κάρα λευσίμους ἀράς Aesch. Ag. 1598, περὶ πόδα, περὶ κάρα, Eum. 159, in der Anrede, νῦν δ' ἐμοὶ φίλον κάρα, ἔκβαιν' ἀπήνης, liebes Haupt, Ag. 879, wie Soph. ὦ κράτιστον Οἰδίπου κάρα O. R. 40, ὦ κασίγνητον κάρα El. 1155, vgl. Ant. 906 (Eur. Or. 237 I. T. 983); von Thieren, κάρα προβάλλων ἱππικῶν όχημάτων El. 730; αἰγείρου frg. 24; γέλωτι φαιδρὸν κάρα El. 1310, wo bes. an das Gesicht zu denken ist; κάρα τὸ δυσπ ρόσοπτον O. C. 286; τὸ πάλλευκον κάρα Eur. Hec. 600; σὸν καταιδοῦμαι κάρα Or. 681; ἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος Ar. Ach. 1178; sp. D. oft. – Dazu haben die Tragg. den dat. κάρᾳ, maskulinisch, für κάρατι, συμμέτρου τῷ σῷ κάρᾳ Aesch. Ch. 225; Soph. O. C. 570 Ant. 1257 El. 437; Eur. Med. 1371 Herc. Fur. 465; κάρῃ Theogn. 1018. – Die Gramm. führen auch den gen. κάρας an; den acc. κάραν haben Anacr., πολιαὶ στέφουσι κάραν 50, 9, u. a. Sp., wo es dann als fem. betrachtet wird, Qu. Sm. 11, 58; τὴν κάρην Callim. frg. 125; κάρης Mosch. 4, 74; Nic. Th. 131 D. Per. 562. – Plur., ἑκατὸν κάρα ἐξεπεφύκει H. h. Cer. 12, womit man ὦ βατίδες, ὦ γλαύκων κάρα vergleichen kann, Sannyrio bei Ath. VII, 286 c, für κάρατα. – Außerdem gehören dazu die Formen gen. κάρητος, Od. 6, 230. 23, 157, u. καρήατος, Il. 23, 44, dat. κάρητι, Il. 15, 75, u. καρήατι, 19, 405. 22, 205, dat. plur. κάρησι, Tryphiod. 602, acc. plur. καρήατα, Il. 11, 309, wozu die Gramm. einen eigenen nom. κάρηαρ angenommen haben. – Vgl. κρασ u. κάρηνον.
Greek (Liddell-Scott)
κάρα: «αἲξ ἥμερος Πολυρρήνιοι. ὑπὸ Γορτυνίων ἄλλοι δὲ ἡ συκῆ. Ἴωνες τὰ πρόβατα. καὶ τὴν κεφαλὴν» Ἡσύχ.
κάρᾱ: Ἰων. κάρη κᾰ, τό, (περὶ τῶν τύπων καὶ τῆς ῥίζης ἴδε κατωτ.): - ποιητ. ἀντὶ τοῦ κεφαλὴ (ἴδε Λουκ. Λεξιφ. 3), πολιὸν τε κάρη πολιὸν τε γένειον Ἰλ. Χ. 74, κτλ.· ἐπὶ ἵππων, Ζ. 509· περὶ πόδα περὶ κάρα, ἀπὸ κεφαλῆς μέχρι ποδῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 165· τὰ κακὰ καὶ τὰ δυστυχήματα λέγεται ὅτι καταπίπτουσιν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὡς καὶ νῦν, Σοφ. Ο. Κ. 564, Ἀντ. 1272· - ἐπὶ τοῦ προσώπου, γέλωτι τοὐμὸν φαιδρὸν ὄψεται κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1310· μηδὲ μου κάρα τὸ δυσπρόσοπτον ὁρῶν ἀτιμάσῃς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 285. 2) σπανίως, ἡ κεφαλὴ ἢ κορυφὴ πράγματός τινος, οἷον ὄρους, ἠχεῖ δὲ κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 42· ἐπὶ δένδρου, Σοφ. Ἀποσπ. 24· ἡ ἄκρα ἢ τὸ χεῖλος ποτηρίου, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 473, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 1. 6. 3) παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς χρησιμεύει ὡς ἡ λέξις κεφαλὴ καὶ τὸ Λατ. carut, ὡς περίφρασις δηλοῦσα τὸν ἄνθρωπον, οἷον, Οἰδίπου κάρα, τουτέστιν Οἰδίπους, Σοφ. Ο. Τ. 40. 1207· ἀδελφὸν Ἰσμήνης κάρα ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1· ὦ κασίγνητον κ., ἀντὶ ὦ κασίγνητε, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1164· ὦ φίλον κ. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1631· φίλον κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 905. - Ὁ Ὅμ. ἔχει τὸ κάρη μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτ. τοῦ ἐνικοῦ καὶ παραλαμβάνει τὰς πλαγίας πτώσεις ἐκ τῆς γ’ κλίσεως, γεν. καὶ δοτ. κάρητος, κάρητι, Ὀδ. Ζ. 230, Ἰλ. Ο. 75· ἔχει ὡσαύτως καὶ τοὺς πληρεστέρους τύπους κᾰρήατος, κᾰρήατι, Ἰλ. Ψ. 44, Τ. 405· - πληθυντ. κᾰρήατα Ἰλ. Λ. 309 (σχηματισθέντας ὡς ἐξ ὀνομαστ. κάρηαρ ἢ κάρηας, ἄν καὶ οὐδεὶς τοιοῦτος τύπος ἀπαντᾷ): δοτ. πληθυντ. κάρησι Τρυφιόδ. 602· ἐν Ἐπιγρ. ἐμμέτρ. Τανάγρας τῶν Χριστιανικῶν χρόνων (Bull. d. cor. hell. III. σ. 144) ἀπαντᾷ γεν. κάρατος· - οἱ μεθ’ Ὅμηρον ποιηταὶ ἔκλινον τὸ κάρη ὡς εἰ ἦν ὄνομα τῆς α’ κλίσεως, δηλ. γεν. κάρης, Μόσχ. 4. 74, Καλλ. Ἀποσπ. 125· δοτ. κάρῃ Θέογν. 1018, Νικ. Θηρ. 249· αἰτ. κάρην, Διον. ΙΙ. 562, Νικ. Θηρ. 131· Τραγ. δοτ. κάρᾳ, τῷ σῷ κάρᾳ Αἰσχύλ. Χο. 227· περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 179· ἐν τὠμῷ κάρᾳ Σοφ. Ο. Κ. 564· ἐν δ’ ἐμῷ κάρᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1272, πρβλ. Ἀποσπ. 147, Εὐρ. Ἠλ. 55. 108· αἰτ. κάραν Αἴσωπ. 94, πρβλ. Mehlhorn εἰς Ἀνακρ. 50. 9· - εὑρίσκομεν δὲ τὴν ὁμαλὴν συνῃρ. Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. κάρη ἐν Ἰλ. Κ. 259, ὡσαύτως κάρα ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 12 (ἔνθα βραχύνεται πρὸ φωνήεντος), Συνναρίων ἐν «Γέλωτι» 2· ἐν Σοφ. Ἀντ. 291 εἶναι πιθ. ἑνικ. - Πρόσθες εἰς τοὺς τύπους τούτους καὶ τὰς πτώσεις τὰς σχηματιζομένας ἐκ τοῦ κράς, ὃ ἴδε. (Πρβλ. κάρ, κράς, κάρηνον, κρανίον, κάρανος, πιθ. καὶ κόρση, κόρυς, κορυφή, κόρυμβος, Κόρινθος (ἀλλὰ τὸ κέρας εἶναι πιθανῶς ἐκ διαφόρου ῥίζης), Σανσκρ. ←iras, ←iram, Λατ. cerebrum (cere comminuit brum, Enn.), Γοτθ. hvair-nei, Ἀρχ. Σκανδιν. hjarni (Σκωτ. harn), Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμαν. hirni (hirn), κτλ.
French (Bailly abrégé)
1(τό) :
dat. κάρᾳ (pour *κάραϊ de *κάρατι), acc. κάρα;
plur. κάρα (pour *κάραα de *κάρατα);
d’un autre thème καρητ- viennent le gén. κάρητος et le dat. κάρητι;
enfin d’un 3ᵉ thème καρηατ-, viennent le nom. κάρηαρ, le gén. καρήατος, le dat. καρήατι, le plur. nom.-acc. καρήατα;
1 tête ; φίλον κάρα ESCHL tête chérie, p. être chéri ; Οἰδίπου κάρα SOPH tête d’Œdipe, p. Œdipe;
2 p. ext. visage, aspect.
Étymologie: cf. κάρα², κάρη et κάρ¹.
2(ἡ) :
seul. acc. κάραν;
c. κάρα¹.